Δέηση στη λογοτεχνία

Ο χαρακτηρισμός που με θαυμαστή δαψίλεια ο Ενρίκε Βίλα – Μάτας πρόσφερε στον τολμητία της παγκόσμιας λογοτεχνίας Ρομπέρτο Μπολάνιο, “είναι ο καλλιγράφος των ονείρων”, φαίνεται πως γυρίζει σε αυτόν. Αν και στη “Δουβλινιάδα” αποδεικνύεται ένας καλλιγράφος του μέγιστου βιβλιοφιλικού εφιάλτη: του τέλους της έντυπης λογοτεχνίας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε από την εποχή της τυπογραφίας μέχρι τις μέρες μας.

Στο κέντρο του σκηνικού, ο Ισπανός συγγραφέας τοποθετεί τον Σαμουέλ Ρίβα: έναν συμπατριώτη του εκδότη, που πλέον ζει με το άχθος της σύνταξης και συνακόλουθα της αποχώρησης από την ενεργό δράση. Πρώην πότη του οποίου, όμως, η επιρρέπεια προς το αλκοόλ δεν έχει μετριαστεί με τα χρόνια. Έναν εγκλωβισμένο σύζυγο που βλέπει το γάμο του να πηγαίνει προς τον γκρεμό (η καταπιεστική γυναίκα του, Θέλια, του ανακοινώνει πως θα γίνει βουδίστρια) και συν τοις άλλοις έναν γιο που ακολουθώντας ένα βασανιστικό τελετουργικό, επισκέπτεται τους γονείς του μια φορά την εβδομάδα. Η διέξοδός του είναι τα ταξίδια, ο έρωτάς του είναι η πανσπερμική Νέα Υόρκη, η πρόσκαιρη σωτηρία του είναι ένα προφητικό όνειρο που θέλει να πραγματοποιήσει.

Έτσι, αποφασίζει να ζωντανέψει το ενύπνιό του: να ταξιδεύσει στην Ιρλανδία μαζί με επιλεγμένους φίλους του με σκοπό στις 16 Ιουνίου, ήτοι στην καρδιά του Bloomsday, να κάνει την κηδεία της λογοτεχνίας. Οι αναφορές στον Τζόυς και στο magnum opus του Ιρλανδού, τον “Οδυσσέα”, είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Σε όλο το μήκος της “Δουβλινιάδας” υπάρχουν αναφορές και παραπομπές στο μέγιστο μυθιστόρημα του Τζόυς, ενώ δεν πρέπει να έχουμε καμία απολύτως αμφιβολία: η συμβολική ταφή που πραγματοποιεί ο Ρίβα ομοιάζει με εκείνη του Πάντυ Ντίγκναμ, φίλου του Μπλουμ, έτσι όπως περιγράφεται στο έκτο κεφάλαιο του «Οδυσσέα».

Ο Ρίβα παλεύει με τις ψευδαισθήσεις του, αφήνεται να τον καταπιεί η εντεινόμενη θλίψη του. Με τρόπο αυτιστικό χώνεται στα έγκατα του διαδικτύου (το βασικό αίτιο της κατακρήμνισης της παραδοσιακής λογοτεχνίας). Μεταξύ του πληθωρικού Τζόυς και του μινιμαλιστή Μπέκετ (ωσαύτως περιδιαβαίνει τη “Δουβλινιάδα” είτε ως λογοτεχνική υπόσταση, είτε ως φάντασμα), ο Ρίβα βιώνει την ολική χρεοκοπία. Όχι μόνο της λογοτεχνίας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου.

Ο Βίλα – Μάτας δεν είναι εύκολος συγγραφέας. Ζητάει την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη. Επί της ουσίας του δίδει το ρόλο του συνταξιδιώτη. Επιζητεί από αυτόν να διαθέτει παραπλήσιο ταλέντο με εκείνο των συγγραφέων. Δικαίως! Η «Δουβλινιάδα» είναι ένα κατεξοχήν μυθιστόρημα καθολικής συμμετοχής. Πάνω από όλα, όμως, είναι ένα μυθιστόρημα – ύμνος στη λογοτεχνία, γραμμένο από έναν μάστορα της γραφής. Λεπταίσθητο, εμβριθές, με γλωσσικές τονικότητες που συναρπάζουν. Ο Βίλα – Μάτας ανήκει στη χορεία των μεγάλων σύγχρονων συγγραφέων της Ευρώπης και με τη “Δουβλινιάδα” προσθέτει ένα βιβλίο αιχμής στη βιβλιογραφία του.

Αξίζει να σημειωθεί πως η μετάφραση της Ναννάς Παπανικολάου βοηθάει να αναδειχθούν όλα τα χρώματα και οι μουσικές ενός πυκνού και άκρως απαιτητικού έργου.