Τους ανθρώπους που νομίζουμε πως ξέρουμε τους γνωρίζουμε τελικά μέσα από την ποιητική γραφή τους, όταν αποφασίζουν να τη βγάλουν από το κλειδωμένο συρτάρι και να τη δουν τυπωμένη. Εκεί όλοι νιώθουμε εκτεθειμένοι, σαν να είναι η γυμνή μας ψυχή πίσω από τη βιτρίνα με το σκονισμένο τζάμι της καθημερινότητας. Ο καθηγητής και δάσκαλός μου Βάλτερ Πούχνερ που με τίμησε με πολλές επιμέλειες βιβλίων του που μου ενεπιστεύθη, παρουσιάζει σε μένα ένα καινούργιο απρόβλεπτο πρόσωπο, σε μια γλώσσα καθαρά εκμυστηρευτική και καθόλου ακαδημαϊκή. Όχι, δεν ήταν ποτέ σχολαστικός. Δεν εννοώ αυτό, αλλά η τεχνική συρραφής ενός μελετήματος ενός δοκιμίου ή εκπονήσεως μιας διατριβής είναι τελείως διαφορετική από την αβίαστη (εν πολλοίς) λυρική εξομολόγηση πάνω σε ένα ακόμα λευκό κομμάτι χαρτί που αποφασίζουμε να το στίξουμε με τα νοήματα και τα διανοήματα που συσσωρεύονται στο κεφάλι μας (και στο κορμί μας) από την τριβή του βίου.

Ας πούμε, κατάλαβα για πρώτη φορά διαβάζοντας αυτά τα εκ βαθέων ποιήματα, γιατί ως επιστήμων θεατρολόγος ο Βάλτερ Πούχνερ φαινόταν να απεχθάνεται τους διάφορους –ισμούς του εικοστού αιώνα κι εντεύθεν. Γράφει ξεκάθαρα ότι νιώθει αποκομμένος από τους συγχρόνους του, παράταιρος σαν ψυχοπαίδι σε μια δοκιμαζόμενη αλλά αξιολάτρευτη για τη Φύση και τον Πολιτισμό της χώρα. Τώρα κατανόησα την εμμονή του με την Ιστορία, με το Κρητικό Θέατρο, με τη Λαογραφία, με το Θέατρο στην Ελλάδα του δέκατου ένατου αιώνα, που μου ανέθεσε (μαζί με τον αείμνηστο Σπύρο Α. Ευαγγελάτο) από το 1990 και καθυστερώ ακόμα ως παιδί της εποχής μου, του τεχνολογικού εικοστού πρώτου αιώνα. Οι μοντερνισμοί, οι νεωτερισμοί, οι μετά-μοντερνισμοί σε τίποτα δεν αγγίζουν τον Αυστριακό (στην καταγωγή) μελετητή κι ερευνητή που λάτρεψε την Ελλάδα και της αφιερώθηκε! Είναι νεοκλασικός, ρομαντικός ενίοτε, υλιστικά μεταφυσικός αλλού, περιμένει να ενωθεί με το Ύστατον Φάος την ώρα της μεταστάσεώς του και μέχρι τότε εργάζεται ως οιστρήλατος μέλισσα παλεύοντας να ολοκληρώσει το τιτάνιο έργο του. Ο Βάλτερ Πούχνερ είναι ένας από τους βασικούς θεμελιωτές της Θεατρικής Επιστήμης και των Πανεπιστημιακών Θεατρικών Σπουδών στην Ελλάδα. Όσο κι αν κατηγορήθηκε (πάντα στα μουλωχτά, ποτέ στα φανερά ότι δεν βλέπει σύγχρονες παραστάσεις) είναι ο πρώτος που έζησε «θεατρικά» (από, για και προς το θέατρο), μαζί με τον Σπύρο Α. Ευαγγελάτο, τον Νάσο Βαγενά, τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, τον Δημήτρη Σπάθη, τον Νίκο Χουρμουζιάδη, τον Άγγελο Δεληβοριά, τη Χαρά Μπακονικόλα, τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τον Μάριο Πλωρίτη, την Ελένη Βαροπούλου (όλοι ετούτοι δάσκαλοί μου)… Αυτή του η αφοσίωση τον καθιστά θεατρικό πρόσωπο τον ίδιον. Πάντα χαμογελαστός, εύθυμος, σπανίως συννεφιασμένος, έρχεται τώρα στην ωριμότητα των επτά δεκαετιών ζωής να καταθέσει τη γάργαρη ψυχούλα σε ένα όραμα που συνθέτει επιρροές και διακειμενικές αναφορές με έναν τρόπο των παλαιών μαστόρων, των τεχνιτών του Λόγου, που ήξεραν καλά την τέχνη της συναιρέσεως…

Πληθωρικός, όπως και στα επιστημονικά συγγράμματά του, αυθόρμητος και χειμαρρώδης, εξελικτικός αλλά όχι και τελειομανής, επικοινωνιακός αλλά όχι και φορμαλιστής, ο Βάλτερ Πούχνερ δεν φαίνεται να ξανακοιτά τα ποιητικά πονήματά του, όπως παρατηρεί ιδιοφυώς ο καθηγητής, λαογράφος κι επαρκής μελετητής της Ποιήσεως, ο φίλτατος Μιχάλης Μερακλής. Η εισαγωγή του είναι άλλο ένα ποίημα, ελεύθερο από τον κανόνα της λογοτεχνικής κριτικής, γενναιόδωρο αλλά και δίκαιο, καυστικό αλλά και καθαγιαστικό. Μπορώ να πω ότι εμπνεύστηκα δεκάδες ποιήματα διαβάζοντας αυτή την εισαγωγή με τις εκτενείς ενσωματώσεις ποιημάτων υπό Βάλτερ Πούχνερ.

Εν τέλει, αυτό είναι η Ποίηση: να σε μεταφέρει σε άλλες διαστάσεις, να σου υποβάλλει τον Παγκόσμιο Ρυθμό, τον παγκόσμιο και συμπαντικό, να σε προκαλεί να ζήσεις, να σκεφτείς και να δονείσαι ποιητικώ τω τρόπω… Ο Βάλτερ Πούχνερ εμπνέει κι εμπνέεται, διδάσκει και διδάσκεται, εξελίσσεται και βοηθά τους πνευματικούς του συνοδοιπόρους να εξελιχθούν.

Η τελευταία σελίδα

«Το δέος της τελευταίας σελίδας
η κατάνυξη με το τελευταίο φως
η αμηχανία μετά τον εσπερινό
όταν πρέπει πάλι να πάμε σπίτι
και να αντικρύσουμε τα γνωστά.
Τόσες σελίδες τόσων ημερών συντροφιά
και τώρα σώνουν· σχεδόν προδοσία
μα εσύ ήσουν που τις γέμισες
και τώρα πληρωμένες φεύγουν
συνήθισες στο λευκό τετράγωνο
ν’ απλώσεις φαρδιά πλατιά το εγώ σου
λες και είναι κρεβάτι για δύο
τώρα το σπίτι ξανανοικιάζεται
κι αλλού θα κυλιέται ο νούς σου
και οι αισθήσεις σου και τα αισθήματα.
Άς μην ήσουν τόσο βιαστικός
με τις άκαιρες εξομολογήσεις σου
τις άκυρες διαπιστώσεις σου τις άωρες
εκχύσεις του γηρασμένου μυαλού
τα ορνιθοσκαλίσματα δεν σβήνονται
οι μουντζουρωμένες σελίδες φεύγουν
σε εγκαταλείπουν δεν σε θέλουν άλλο πια
ξέρουν τη μοίρα τους στο συρτάρι
δίχως φως δίχως αέρα δίχως μάτι
αναγνώστου να τις διαβάσει ποτέ.
Αυτό κατάφερες· τώρα δες να βρεις
άλλο χαρτί για να συνεχίσεις
το θεάρεστο έργο σου
όπως εσύ και μόνο εσύ πιστεύεις»
(σελ. 217-218).

Ως «αιώνιος» μεταπτυχιακός φοιτητής του, τον χαιρετίζω και τον αναγνωρίζω και ως ποιητή και χαίρομαι που από τούδε και εις το εξής μπορώ να τον προσαγορεύω με άπειρη οικειότητα «συνάδελφε». Μέχρι τώρα η φυσική συστολή που με διακρίνει και με διακατέχει δεν μου επέτρεπε να απευθύνομαι στους δασκάλους μου στον ενικό… Με την «Πανωραία» του Νάσου Βαγενά και με τα «Δοκίμια για τον ουρανό. Εκλογές ποιήσεων» του Βάλτερ Πούχνερ αρχίζω να νιώθω ότι μπορώ να απευθύνομαι σε φίλους, ομότεχνους, συμμετέχοντες στο ανθρώπινο δράμα με την πλέον ηρωική πνευματική προσφορά: τα γενναίο ξεγύμνωμα της Ποιήσεως.

Και για να περάσουμε στο επίπεδο της τεχνικής, όσο και να φαίνεται ότι απεχθάνεται τους –ισμούς ο Βάλτερ Πούχνερ, η ποιητική του συνεισφορά είναι – κατά τη γνώμη μου – ένα μεταμοντέρνο ημερολόγιο, εξομολογητικό και καταγραφικό της εποχής μας. Μακράν του να αποτελεί «ιστορική μαρτυρία», παρ’ όλες τις έμμεσες πολιτικές, κοινωνικές, εθνολογικές και λαογραφικές υπό-σημειώσεις οι οποίες στοιχειώνουν το υπό-κείμενο αυτού του τόμου (subtext ή sous texte), πρόκειται για μια ποίηση λυρική, του «εγώ» όπως κατατρύχεται από το «εμείς». Ελεγείες χωρίς σάτιρες, καρυωτακισμός χωρίς τάσεις αυτοχειρίας και καβαφισμός χωρίς τον ερωτισμό, ρομαντισμός χωρίς σωματικότητα, αυτή είναι η νοητική και συναισθηματικώς αποστασιοποιημένη προσεκτική, καλοζυγισμένη και «πολιτικώς ορθή» ποίησις του Βάλτερ Πούχνερ.

«Μια φορά δάσκαλος, πάντα δάσκαλος!». Κι αυτό ξεφυτρώνει ακόμα κι εκεί που δεν το σπέρνουνε. Κυρίως εκεί!

Από αυτόν τον χορταστικό τόμο ξεκορμίζω δύο χαρακτηριστικές –κατ’ εμέ– στροφές από τη σελίδα 126:

«Τα πρέπει ηρέμησαν· διαθέτω

Χρόνο απόθεμα από χθες

Δίνω στο βλέμμα μου λίγη ελπίδα

Και για έναν πήχη σηκώνεται.

 

Ακούω το σώμα να εργάζεται

Δίχως σταματημό και χωρίς εμένα

Το γαϊτανάκι τών πνοών

Φέρνει την ώρα βόλτα…».

Αλλά επειδή θέλω να κεντρίσω περισσότερο το ενδιαφέρον σας και να σας εξάψω τη φαντασία, παραθέτω ακόμα ένα ποίημα του Βάλτερ Πούχνερ από τη σελ. 183:

Της κηδείας του φωτός

Το φως το τελευταίο σ’ έναν κόσμο που πενθεί

κόλλυβα θα γεμίσει το προαύλιο τού σκοταδιού

ξεσκεπάζονται σεβαστικά τα σπίτια από τις στέγες

τα δέντρα γονατίζουν και κατεβάζουν τα κλαδιά

στο βηματισμό τους στέκονται τα καλντερίμια

και άλαλα ρέουν τα νερά προς το άσπρο αλάτι.

Και σβήνει η λαμπάδα· το φέρετρο μαύρο φέρεται

στο νεκροταφείο τής ημέρας· εκεί κατεβάζεται

στο χώμα αργά αργά στη μητρική μήτρα τής νύχτας.

 

Ανακαλύψτε τον και ως ποιητή. Το αξίζει και το δικαιούται!!!