Κρατώ με δέος και προσοχή στα χέρια μου τον τόμο της ποιητικής «στροφής» του αιωνίως δασκάλου μου Βάλτερ Πούχνερ, γνωστού για το ήθος και την αταλάντευτη εμμονή του στην τελειοθηρία με μία αυτοθυσία σχεδόν μαρτυρική. Δεν είναι λίγο έπειτα από τόσες δεκάδες επιστημονικά βιβλία να στέργεις να αφουγκραστείς μουσικές από τα βάθη της συλλογικής συνειδητότητας. Είναι σαν να προκαλείς τις Σειρήνες χωρίς να δεθείς στο κατάρτι με τον Οδυσσέα. Είναι δύσκολο πράγμα η ποίηση, απαιτητικό, ζητά αφοσίωση… Κι ίσως τώρα, που ο καλός Καθηγητής αποδεσμεύτηκε από τις τακτικές υποχρεώσεις του Πανεπιστημίου βρήκε επιτέλους τον χρόνο και την ευκαιρία να αφιερωθεί σε αυτό που ίσως ήθελε πάντα, κατάβαθα… Αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα και για έναν προσωπικό λόγο, αφού εγκατέλειψα κάθε σκέψη για ακαδημαϊκή καριέρα προκειμένου να αφιερωθώ στη μόνη κι αποκλειστική μου αγάπη: στη Μούσα Ερατώ.

Αλλά ας ξεκινήσουμε αυτό το οδοιπορικό με σιγανό καλπασμό. Διαβάζουμε στη σελίδα 33 ένα ποίημα σχεδόν κρυπτικό, συμβολικό, αλλά όχι και δύσβατο για τον προσεκτικό επίμονο αναγνώστη:

Στενοχώρια

 

Τα ανάκτορα τού πόνου έχουν αίθουσες πολλές·

και πτέρυγες, στοές, διαδρόμους, και καθρέφτες·

τόσους καθρέφτες· κι οπλοστάσια ομορφιάς.

Κι ανθισμένους κήπους με χώμα βαρύ

και μυρωδάτο· ρίζες ιδρωμένες κι αποκρουστικές

που ονειρεύονται μέσα στη γη την ομορφιά·

ποια ρίζα έχει δει το μπουμπούκι που τρέφει;

 

Υπάρχουν μήνες που ζούμε με το όνειρο τού άνθους·

η πίκρα μάς κλείνει τα παραθυρόφυλλα

κι ανάβουμε μέρα τού καντηλιού το φως

με το λίγο λάδι· στην ανήμπορη φλόγα

τρίζει το αλάτι τών δακρύων.

Αλυκή η ψυχή μας φυλακισμένη

χωρίς σταγόνα παρηγοριάς· το μάτι ακοίμητο

στον ορίζοντα τού πελάγους, η αλμύρα

κρυσταλλώνει στις σκέψεις μας.

 

Αβάστακτος ο πόνος χωρίς λουλούδια,

πέτρα πελεκημένη και κρατητήριο,

όπου το αίμα βουρκώνει, ρίζα ξεραμένη

το χέρι σιωπά, τα χείλη σφαλιστά

ανακυκλώνουν την πίκρα και την αλμύρα.

Το μυαλό ανεβαίνει ένα βουνό

χωρίς κορυφή. Ενοχή.

Το «Καθαρτήριο» του Δάντη κι η εξιλέωση της αιγυπτιακής ή θιβετιανής «Βίβλου των Νεκρών» παίρνει εδώ συμπαντικές μη θρησκευτικές διαστάσεις. Ας δούμε όμως ένα πιο «προσωπικό» αλλά όχι κι ατομοκεντρικό ποίημα:

Φθινοπωρινές οπτασίες

Στο τέλος τού ορίζοντα τα μάτια τής ζωής

δέντρο στο δάσος, βουνοπλαγιά, εσύ,

πέτρα στην πέτρα και σταγόνα στον ωκεανό.

 

Η ψυχή λικνίζεται σαν φύλλο στον αέρα

σαν πεταλούδα πηγαίνει από ανθό σε ανθό

φτερουγίζει σαν άγγελος στο στήθος από μέσα.

 

Τα άκρα τού κορμιού ενώνονται με το περιβάλλον

τα μαλλιά μου αέρας και ήλιος, ρίζες είναι τα πόδια

αγκαλιά κρατώ τον πλάτανο, κισσός η ύπαρξή μου.

 

Ανήκω στο οικοσύστημα, ρυάκι και ποτάμι

ρέει το αίμα μου στο τοπίο· πονάω

με τη θάλασσα, όταν σχιστεί από πλοίο.

 

Και πίνω τη βροχή· ανάσκελα τον ουρανό

κοιτάζω, που γαλάζιος και τρυφερός

μού ετοιμάζει το χειμωνιάτικο σάβανο.

 

Ωραίος χρόνος. Κι άλλος ωραίος χρόνος.

Οι άνθρωποι χορτάσανε, τους τα έδωσα όλα.

Καιρός τού υπνείν, καιρός τού ονειρεύεσθαι.

Ο Καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ διδάσκει και διά της ποιήσεως και συγκεκριμένα για την τέχνη της Ποιητικής, χωρίς να είναι κι αναγκαστικά ένα «ποίημα ποιητικής» (με τη στενή, τυπική έννοια):

Η ρίμα (σελ. 81)

 

Η ρίμα είναι σαν το φκιασίδι

κάνει το ανούσιο ουσιαστικό

και το όμορφο λαμπρύνει.

 

Η ρίμα είναι το καλό κρασί

που δίνει στο γεύμα την αίγλη

δεσπόζει στη συμφωνία των γεύσεων.

 

Η ρίμα είναι σκέτο ναρκωτικό

γεμίζει τη ζωή σε κάποια φάση

κ’ έρημο σ’ αφήνει στο χάος τών ήχων.

Η έντονη δραματικότητα, χαρακτηριστικό στοιχείο κι «επαγγελματικό παράπλευρο κέρδος» οδηγεί τον Καθηγητή Θεατρολογίας Βάλτερ Πούχνερ σε μια άμεση απεύθυνση προς τον ιδεατό αναγνώστη, χωρίς να προ-απαιτεί κάποια «επάρκεια» μήτε κάποια εξειδίκευση:

Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω (σσ. 81-82)

 

Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω·

ό,τι και να με ρωτήσετε βραδιάτικα.

Τυλίγομαι σε κάποιες μελωδίες

με κυκλώνουν αναμνήσεις

που απόκριση δεν έχουν.

 

Απάντηση δεν έχει ο άνεμος

ο ήλιος δεν θέτει ερωτήσεις

τα νερά λαλούν κάποιαν αφήγηση

αλλά τρέχουν να την πουν κι αλλού.

Τα βουνά δεν δημοσιογραφούν.

 

Στους καθρέφτες τού πελάγους

μόνον ο ουρανός κοιτάζεται·

τα σύννεφα παίζουν θέατρο

και οι σκιές κρυφτούλι.

Ποιος να απαντήσει σε τι;

 

Δεν είμαι έτοιμος να απαντήσω·

οι ερωτήσεις μου δεν είναι σωστές.

Υπάρχουν; Κι άλλη ερώτηση.

Η ερωταπόκριση – ο αρχαιότερος διάλογος.

Τα παιδιά ερωτούν, οι τρελοί γελάνε.

Η κοινωνική ματιά όμως είναι πολύ έντονη, ακόμα και στην «προσωπική» αλλά όχι και «ιδιωτική» τέχνη της απόσυρσης προς τα έξω (οξύμωρον, αλλά απολύτως ταιριαστό με την ποιητική εσωστρέφεια του Βάλτερ Πούχνερ), όπως φαίνεται στο επόμενο ποίημα:

Υπάλληλοι αρχαιολογικής υπηρεσίας (σελ. 111)

 

Χερσόνησο εσύ, λευκή, φωτεινή

που βρέχεσαι ολόγυρα απ’ τους αφρούς τού Αιγαίου,

ανεμοδαρμένη, από τα οροπέδια τής Βαλκανικής

και την καυτή ανάσα τής Σαχάρας,

βαριά σέρνεις φορτίο το χρόνο προς Νότο

και στο Σούνιο βουλιάζεις στον εσπερινό χρυσό

τής Μεσογείου.

                        Για δέντρα εδώ κολόνες,

μαρμαρένιος δρυμός, ζούμε φύλακες σε εθνικό πάρκο

χωρίς ίσκιους, χωρίς δροσιά, τέτοιος ήλιος!

Τυραννάει την πέτρα και ψήνει φόρμουλες

πίκρας και αντοχής. Καυσόξυλα και ναυμαχίες·

φαλακρό το τοπίο ξεσκεπάζεται στο φως.

Εμείς και οι κολόνες· και ξεροτράχαλα

και πάλι πέτρες, λίγες μέλισσες. Η σαύρα

στοιχειό τού τόπου, το θυμάρι οικόσημο·

και λίγη άνοιξη. Όση γίνεται

σ’ ένα μαρμαρένιο αλώνι.

Και φτάνουμε στην καθαρή Φιλοσοφία, τόσο συμπυκνωμένη που δεν είναι αυτονόητη ούτε μονοσήμαντη η κάθε απόπειρα ερμηνείας:

Οντολογικά παιχνίδια (σελ. 129)

 

Το Τίποτε δεν είναι τίποτε.

Ανύπαρκτο είναι εξ ορισμού.

Δεν είναι απλώς τίποτε,

αλλά η απουσία τού Κάτι,

η ανάμνηση, η προσδοκία,

είναι μια ιδιότητα τού Είναι,

η σκιά του, δίχως την οποία

αυτό δεν φαίνεται.

Όπως τα όντα χρειάζονται,

για να υπάρχουν το φως τού όντος,

έτσι έχουν και τη σκιά

τού Τίποτα για να φανούν.

Δίχως φως καμμιά σκιά·

το Είναι θα ήταν άφαντο

σαν το Τίποτε. Ο ών φωτίζει

τα όντα και τ’ αδέλφια τους

τα μαύρα, τα εξαρτώμενα,

που μόνα τους δεν είναι τίποτα.

Όπως στο θέατρο σκιών.

Η σύγχρονη ποίηση είναι στοχαστική, αλλιώς δεν είναι τίποτα, αφού κατανάλωσε κι εξάντλησε παραδοσιακά μέτρα, ρυθμολογίες και τεχνικές. Η σύγχρονη ποίηση είναι υβρίδιο, μισό δοκίμιο – μισό προσωπικός λόγος, δραματικός, επικοινωνιακός (εις την καλυτέραν των περιπτώσεων). Κι αυτό ακριβώς επιτυγχάνει ο Επίτιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών θεατρολόγος και λαογράφος και ποιητής Βάλτερ Πούχνερ: διδάσκει, αποφαίνεται, προβληματίζεται, διαλογίζεται (λόγω, έργω και διανοία), νουθετεί, συμπεραίνει, καταλήγει στο ευσύνοπτο μιας ζωής αφιερωμένης στο Πνεύμα και στα ανθρωπιστικά ιδεώδη τού Διαφωτισμού, σύμφωνα με τα οποία η Παιδεία είναι Ελευθερία, η μόνη ίσως εφικτή στον μεταβιομηχανικό πολιτισμό μας.

Ο Βάλτερ Πούχνερ είναι ποιητής, γνήσιος και αυθόρμητος, «αυτοκίνητος» σαν την ψυχή κατά Πλάτωνα… και τώρα που έδωσε τόσους τόμους θεωρίας του θεάτρου ήρθε η ώρα να μιλήσει (όχι για αλλά) με τα «κινήματα της ψυχής του» (για να θυμηθούμε τον Σολωμό) όχι για τους καιρούς που πέρασαν αλλά για τους τωρινούς και τους άλλους που θα έρθουν.

Ο λόγος του δεν είναι νοσταλγικός, μηδέ ρομαντικός, ούτε καν εξπρεσιονιστικός. Προσεγγίζει κάποιον επιλεκτικό νεοκλασικισμό με προσοχή και με σέβας, αντλεί νάματα από τη δημοτική μας παράδοση και το λαογραφικό του οπλοστάσιο, θεραπεύει μουσικές που έχουν ξεχαστεί από άλλους προ πολλού και υπηρετεί το ιδανικό του, ποιητικό όραμα υψηλών προδιαγραφών κι απαιτήσεων. Γιατί, φυσικά, ένας δάσκαλος, ένας ακαδημαϊκός του δικού του παγκοσμίου βεληνεκούς, δεν μπορεί να αρκεστεί σε εύκολες λύσεις και πρόχειρες εκτονώσεις του θυμικού. Η ποίησή του είναι «επιστημονική», δομημένη και άρτια, λειτουργική και περαιωμένη, τετελεσμένη αλλά όχι και περατωμένη, η ποίησή του είναι ειλικρινής γιατί αγναντεύει τα μακρινά τοπία χωρίς φόβο πως δεν θα προλάβει να τα διαβεί…

Του ευχόμαστε να μακροημερεύσει και να συνεχίσει να τιμά την ελληνική γλώσσα και τον Πολιτισμό μιας Ελλάδας διαχρονικής που αντέχει ακόμα και μεταβολίζει το σκοτάδι σε φάος γαληνόν, αναστάσιμον.