Η διπλή όψη της μοναξιάς

«Η Κάρμεν φορούσε μαύρα»

Μια γυναίκα, νέα κάποτε και όμορφη πολύ, μιλάει, ενώ ένας νεαρός καταγράφει τις ιστορίες που ακούει. Τώρα, είναι άνω των εξήντα, έχει να βγει έξω τουλάχιστον έναν χρόνο, μένει μόνη σε ένα σπίτι που ούτε τα παντζούρια δεν ανοίγει. Με τα γυαλιά ηλίου και ψηλοτάκουνα, αντί για παντόφλες, μονίμως φορεμένα. Με μόνη συντροφιά της τη μοναξιά. Έχει πρόβλημα με τα μάτια της. Δεν αντέχει το φως. Ούτε να γράψει, ούτε να διαβάσει μπορεί. Μόνο θυμάται.

Ο λόγος της, ίδιος με μονόλογο, ρέει αβίαστα, λίγο ασυνάρτητος, καθώς «η μία λέξη φέρνει την άλλη», και η ιστορία της ζωής της ξετυλίγεται. Η Κάρμεν, στο παρόν της αφήγησης, είναι χαμένη, αναζητάει τον εαυτό της.

Μιλάει για τα μικράτα της, όταν το όνομά της ήταν Σταυρούλα, για όταν την έδιωξαν από το πατρικό το σπίτι, επειδή «αμάρτησε» –τότε ήταν που γεννήθηκε πραγματικά–, μιλάει για τις δουλειές που έκανε, για τους άντρες, τους οποίους έμαθε καλά μέσα στα χρόνια, για την αγάπη και την ηδονή που έδωσε και πήρε, για τα λεφτά που κέρδισε με το κορμί της και την ομορφιά της.

Η αφήγησή της είναι γεμάτη ιστορίες, στιγμές, σκέψεις. Επιθυμεί όλα να αποτυπωθούν στο χαρτί, να γίνουν βιβλίο. Για «μια γυναίκα που αγάπησε πολύ τους άντρες».

«Ο Άλλος εν λευκώ»

Εδώ μιλάει ένας άντρας, ενώ βρίσκεται σε παραλήρημα. Με παραληρηματικό λόγο, σε πρώτο κυρίως πρόσωπο, με κύρια χαρακτηριστικά τη διαρκή επανάληψη ιδίων φράσεων. Μιλάει σπασμωδικά, στο τέλος κραυγάζει.

Ένας άντρας που δείχνει να τα έχει χαμένα, που, ασθμαίνοντας, αφηγείται την προσωπική του ιστορία, που έχει παραισθήσεις και οράματα, που αναζητάει απεγνωσμένα διέξοδο, έξοδο διαφυγής, λύση στο πρόβλημα που ονομάζεται ζωή. Ένας άντρας, σε ώριμη ηλικία, που στο τέλος αυτοκτονεί.

Το βιβλίο «Διπλή όψη» της Μαρίας Μαραγκουδάκη περιλαμβάνει δύο εξαιρετικά κείμενα, μικρής έκτασης. Δύο παράλληλους σπαρακτικούς μονολόγους με κοινή συνισταμένη τη μοναξιά. Οι ήρωες της Μαρίας Μαραγκουδάκη, μία γυναίκα και ένας άντρας στα πρόθυρα της τρέλας, είναι ολομόναχοι, κλεισμένοι ο καθένας στη δική του προσωπική «φυλακή», με μοναδική συντροφιά τους τη μοναξιά. Οι αντιδράσεις τους, τελείως διαφορετικές. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι τα κείμενα διαθέτουν έντονα θεατρικά στοιχεία, κάτι που οδηγεί, θα έλεγε κανείς, στο ανέβασμά τους στη θεατρική σκηνή.