Ένα νουάρ μυθιστόρημα στοχασμού

Ένα από τα πιο ιδιαίτερα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει ποτέ είναι η «Δικαιοσύνη» του γερμανόφωνου Ελβετού συγγραφέα θεατρικών έργων («Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», είναι νομίζω το πιο γνωστό εξ αυτών στη χώρα μας), μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου και ζωγράφου, Friedrich Dürrenmatt (1921-1990). Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα νουάρ αστυνομικό που βρίθει με φόνους, ένα ιδιαίτερα αγωνιώδες δικαστικό δράμα αλλά και ένα κείμενο φιλοσοφικού στοχασμού και πολιτικής κριτικής για την έννοια της Δικαιοσύνης, όπως εφαρμόζεται μέσα από το οργανωμένο σύστημα απονομής της, αλλά και σε σχέση με το περιεχόμενό της ως κοινωνική και ηθική αξία.

Το κείμενο είναι μία χειρόγραφη εξομολόγηση, για λόγους που εξηγεί ο αφηγητής αλλά δεν θα αποκαλύψω εδώ στους αναγνώστες, ενός από τους δικηγόρους που ενεπλάκησαν σε μία κυριολεκτικά απίστευτη ιστορία φόνου στη Ζυρίχη της δεκαετίας του ’50: Μέσα σε ένα κατάμεστο εστιατόριο όπου συχνάζουν προσωπικότητες της πολιτικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, ο σύμβουλος του καντονιού της Ζυρίχης Ίζαακ Κόλερ πυροβολεί τον φίλο του και καθηγητή γερμανικής φιλολογίας Βίντερ. Ο δολοφόνος καταδικάζεται σε κάθειρξη είκοσι ετών. Λίγους μήνες αργότερα δελεάζει με χρήματα έναν νεαρό, απένταρο δικηγόρο (τον αφηγητή της ιστορίας) να επανεξετάσει την υπόθεση, ξεκινώντας από την πιθανότητα  να μην είναι ο Κόλερ ο δολοφόνος, παρά το γεγονός ότι ο φόνος συνέβη μπροστά σε τόσους αυτόπτες μάρτυρες. Ο νεαρός δικηγόρος αποδέχεται αυτήν την παράλογη υπόθεση και τα όσα συμβαίνουν στη συνέχεια στη ζωή του, αλλά και στις ζωές όσων εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε αυτή τη δολοφονία, δημιουργούν ένα λαβύρινθο γεγονότων και ανατροπών, για τον οποίο μοιάζει να μην υπάρχει κανένας μίτος… Για την ακρίβεια, ο αφηγητής συνειδητοποιεί σταδιακά και δραματικά ότι βρίσκεται κλεισμένος σε μία παγίδα…

Τα παραπάνω είναι μόνο η επιφάνεια των όσων συμβαίνουν στο βιβλίο, αφού όλα όσα θεωρούνται δεδομένα στην αρχή ανατρέπονται μέχρι το κλείσιμο της αφήγησης, ενώ τον επίλογο, και πιθανόν την αλήθεια για τα όσα συνέβησαν, γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος «μπαίνει» μέσα στο ίδιο του το έργο, ισχυριζόμενος ότι συνάντησε τα πρόσωπα της υπόθεσης χρόνια αργότερα και πήρε από εκείνους το υλικό για να δημιουργήσει το μυθιστόρημα. Συγγραφικό τέχνασμα ή ένας τρόπος να πεις την αλήθεια μέσα από ένα «ψέμα», ήτοι τη μυθοπλασία; Αυτό μένει στην κρίση κάθε αναγνώστη.

Το σασπένς στο βιβλίο είναι καθοριστικό για την πλοκή, αφού δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου πριν φτάσεις στο τέλος του, ενώ η σχεδόν παραληρηματική σε ορισμένα σημεία αφήγηση του δικηγόρου έχει τη στόφα ενός θεατρικού μονολόγου, αναδεικνύοντας την τραγικότητα του ήρωα που συνειδητοποιεί ότι με δική του ευθύνη ή επιπολαιότητα, ενεπλάκη σε κάτι τόσο σκοτεινό, περίπλοκο και απεχθές, ώστε σχεδόν χάνει τη λογική του βυθιζόμενος όλο και περισσότερο στις ενοχές και το αλκοόλ. Παράλληλα, ο συγγραφέας, φορώντας το προσωπείο του αφηγητή του, ξεδιπλώνει σκέψεις, φιλοσοφικούς στοχασμούς, ερωτήματα, απολαυστική πολιτική σάτιρα και σκληρή κριτική για την κοινωνία την οποία ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει, καταθέτοντας και ορισμένες αιρετικές απόψεις όπως ότι τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, η δικαιοσύνη μόνο με ένα έγκλημα μπορεί να αποκατασταθεί. Εξ ου και το μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστεί ως το αποκορύφωμα τετρακοσίων ετών ευρωπαϊκού στοχασμού πάνω στο ζήτημα της Δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, θα διαβάσετε ένα νουάρ μυθιστόρημα που δεν έχει όμοιό του, και νομίζω θα το απολαύσετε απολύτως.