Ποίηση ανατρεπτική, πρωτοποριακή (με την ακριβή σημασία της λέξης), ποίηση υπερ-ρεαλιστική και φουτουριστική, μα πάνω απ’ όλα ΠΟΙΗΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ, γιατί ο ποιητής Παναγιώτης Βούζης, αντίθετα από άλλους που δεν αξίζουν τον τίτλο του ομοτέχνου του, κατέχει τον ρυθμό και όλα τα μέτρα στην τρισχιλιετή διαχρονία της ελληνικής γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο που κατέχει επαξίως και δικαίως διδακτορικό τίτλο σπουδών και είναι ομηριστής από τους λίγους.
Στη ρυθμολογία και αυτού του βιβλίου του, που πόρρω απέχει εξελικτικώς από τα προηγούμενα, οι ιαμβικές και αναπαιστικές παραλλαγές εναλλάσσονται με πεζό λόγο μεγάλης ειρωνικής φόρτισης, ενώ ο σαρκασμός είναι ένα κλειδί που προσγειώνει αυτή την υψιπετή (κατά την ταπεινή μου γνώμη) ποίηση σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια (υπό την ευρεία έννοια). Η σύγχρονη οικονομική κρίση είναι πανταχού παρούσα στην πρόσφατη θεματολογία του και πρωταγωνιστεί στην πρόσφατη ποιητική συλλογή, αφού αποφαίνεται –ποιητική αδεία– πως και οι συντάξεις θα δίνονται με κλήρωση!!! Να μην ζήσω να το δω και αυτό…
Ο Παναγιώτης Βούζης κατέφθασε στον προβληματικό, ελώδη, πλατειάζοντα κι επαναλαμβανόμενο χώρο των νεοελληνικών Γραμμάτων με μια γερή φιλολογική αρματωσιά που του επιτρέπει τη λελογισμένη υπέρβαση των εσκαμμένων. Αυτό και μόνο απαιτεί «αρετήν και τόλμην» όπως η Ελευθερία!!! Κι αυτή ακριβώς η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης χαρίζει στον ανένταχτο κι ελεύθερο επαγγελματία Παναγιώτη Βούζη ένα σοβαρό προβάδισμα έναντι παντός συμβιβασμένου.
Άνθρωποι, επιστήμονες, λογοτέχνες και κριτικοί σαν τον Παναγιώτη Βούζη θα πρέπει να προσκαλούνται και να διδάσκουν στα μεταπτυχιακά τμήματα των ελληνικών πανεπιστημίων, γιατί κατέχουν την ποιητική τέχνη (και μαγειρική) εκ των έσω, είναι και εμπειροτέχνες και θεωρητικοί, είναι και ιστορικοί κι εκείνοι που δημιουργούν τη ζωντανή Ιστορία του παρόντος και του μέλλοντος… Κι αυτά τα υποστηρίζω μετά λόγου γνώσεως. Η έξωθεν καλή μαρτυρία αποδεικνύεται εμπράκτως από τα πολυάριθμα και ποιητικής εντάσεως κείμενα υψηλής Λογοτεχνικής Κριτικής (που είναι λειτούργημα), όταν δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μεγάλης κυκλοφορίας επηρεάζοντας αυτό που λέμε στη Θεωρία της Λογοτεχνίας «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Ο κριτικός, όταν είναι κριτικός σαν τον Παναγιώτη Βούζη, επιτελεί ύψιστο κοινωνικό και κοινωφελές λειτούργημα και θα έπρεπε να αμείβεται από την Πολιτεία αποκλειστικώς και μόνον γι’ αυτή την πολιτισμική του συνεισφορά και κατάθεση φαιάς ουσίας. Αφού, φυσικά, απαιτούνται λεπταίσθητες διανοητικές λειτουργίες προκειμένου να δημιουργείς αφ’ ενός πρωτογενές λογοτεχνικό έργο, να λαμβάνεις αφ’ ετέρου ενεργητική θέση πάνω στα κείμενα των άλλων και να εξελίσσεσαι ταυτόχρονα ως ψυχοσωματική-πνευματική οντότητα ενόσω παλεύεις για την επιβίωση μέσα σε έναν αποκαρδιωτικό κυκεώνα γραφειοκρατίας, όπου πρέπει κάθε στιγμή «να αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας!!!». Και μ’ αυτό εννοώ και δηλώνω ευθαρσώς ότι είναι ηρωικόν να επιτελείς διπλούς άθλους συγγραφής και κριτικής στην κακόπαθη και κατασυκοφαντημένη, στη μεγαλειώδη και φωτεινή, στην αισιόδοξη και δημιουργική Ελλάδα του σήμερα.
Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα βιώνουμε μεγάλες και τάχιστες πολιτισμικές μεταβολές χάρη κι εξαιτίας της ιλιγγιώδους εξελίξεως της Τεχνολογίας. Από την Κυβερνητική των περασμένων δεκαετιών περάσαμε στη Ρομποτική των επομένων δεκαετιών που απειλεί να υποσκελίσει την ανθρώπινη νόηση και ύπαρξη, σύμφωνα με τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις του προσφάτως αποβιώσαντος μεγίστου Φυσικού Στήβεν Χώκινγκ. Πέρα όμως από οργουελικά και καφκικά σενάρια, εκείνο που εγώ διαγιγνώσκω στην πρόσφατη ποίηση του Παναγιώτη Βούζη, όχι μόνον ως ενεργός κριτικός Λογοτεχνίας αλλά και ως μάχιμος (και μαχητικός) διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, είναι ότι ναι μεν ο καλός κριτικός και ποιητής δεν διακατέχεται από το σύνηθες vacuum tremens (τρόμος κενού) άλλων συνοδοιπόρων του, αλλά φαίνεται σαν να πάσχει από μια ιδιότυπη αγωνία του εικοστού πρώτου αιώνα για τη μετα-ηλεκτρονική τεχνολογική σκλαβιά του ανθρώπινου είδους, που θα είναι –ίσως –χειρότερη από κάθε μεσαιωνική χολέρα και πανούκλα του παρελθόντος. Δεν πρόκειται φυσικά για μια συντηρητική-οπισθοδρομική νεύρωση, αλλά για την πλήρη ενάργεια ενός πνευματικού ανδρός που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της εποχής και προτιμά την πρόληψη από την όποια θεραπεία. Μια παλιά κινέζικη παροιμία λέει πως «είναι ευλογία και κατάρα να ζεις σε ενδιαφέροντες-κρίσιμους-μεταβατικούς καιρούς» [σε δική μου απόδοση η πανάρχαια ανατολίτικη σοφία]. Εμείς, οι Νεοέλληνες στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα βρισκόμαστε σε αυτήν ακριβώς τη δυσχερή αλλά και άκρως προκλητική θέση, να διαχειριστούμε την παντοειδή πολιτισμική Κρίση και να αρθρώσουμε λόγο που δεν θα περιορίζεται σε πομφόλυγες της όποιας συγχρονίας, αλλά υπερβαίνοντας τις ψευδαισθήσεις της όποιας προσωρινότητας, καθώς και τις παραισθήσεις της όποιας απόπειρας φυγής σε προσωπικούς παραδείσους κι ατομικά, ιδιωτικά χωροχρονικά α-συνεχή, καλούμαστε να συνδημιουργήσουμε ένα φωτεινότερο μέλλον με γνώμονα τις αξίες του Διαφωτισμού και κύριο άξονα την Ελευθερία (της Σκέψης – του Λόγου – και της Έκφρασης: ετούτη είναι η αγία τριάδα των σύγχρονων επιστημόνων-λογοτεχνών-διανοητών).
Για να γυρίσουμε στην κριτική του εν λόγω βιβλίου, πρέπει να συμπληρώσω τα εξής: αυτά τα άκρως στυλιζαρισμένα, ρυθμικά τεχνουργήματα επαναφέρουν τις αξίες στον σύγχρονο ποιητικό λόγο, αντίθετα από τα άμουσα πεζολογήματα άλλων (της πλειονότητας των ποιητικογραφούντων της ταλαίπωρης εποχής μας). Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς χορευτικό ρυθμό. Ξαναδιαβάστε τα μνημειώδη πονήματα δύο ομοτίμων (πλέον) Καθηγητών που αξίζουν και τον τίτλο και τη μνεία μας: «Ο ποιητής κι ο χορευτής» του Νάσου Βαγενά και «Είδα τις λέξεις να χορεύουν» της Ζωής Σαμαρά.
Η θητεία και μαθητεία του Παναγιώτη Βούζη κοντά στον Δάσκαλο-Ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη φαίνεται και από τον πρόλογο αυτού του βιβλίου, όπου γενναιόδωρα ο παλαίμαχος λογοτέχνης, εξυμνεί, αναλύει κι εξαίρει τον έντεχνο λόγο του (δυνάμει) διαδόχου του. Κι από μία άποψη, ο Παναγιώτης Βούζης συνεχίζει κι ακολουθεί τον προκλητικά μοναχικό δρόμο του προκατόχου του, δεδομένου ότι δεν έχει τίποτα να χάσει κι αποφεύγει τη σοβαροφάνεια του πολιτικώς ορθού χωρίς όμως να συντάσσεται με τον αναρχικό λόγο των αντιεξουσιαστών. Η ποίησή του είναι σαφώς μετανεωτερική κι η αποδόμηση λειτουργεί τόσο στον χώρο των αξιών όσο και της μορφής. Η χρήση του ασύνδετου σχήματος και η «ιρρασιοναλιστική» (μη ορθολογική) αλλοίωση του γλωσσικού κώδικα παραπέμπουν σαφώς σε νόμιμες πια (απολύτως θεμιτές) λειτουργίες του ποιητικού λόγου, όμως… το έργο του αυτό καθ’ εαυτό είναι απόλυτα μαθηματικό, δομημένο με γεωμετρικό –θα έλεγα– τρόπο. Είναι εύρυθμο και αρμονικό. Τα ποιήματα αυτού του καλοτυπωμένου κι επιμελημένου τόπου από τις εκδόσεις «Κοινωνία των (δε)κάτων» είναι σαν αποδείξεις θεωρημάτων μιας αριθμητικής που δεν έχει επινοηθεί ακόμη… Τιμή και δόξα σε ποιητή κι εκδότη. Παναγιώτη Βούζη και Ντίνο Σιώτη, είστε πρωτοπόροι και πρωτοποριακοί, σύγχρονοι και μελλοντικοί, διαχρονικοί κι αιώνιοι. Μένει μόνο να επηρεάσουμε την πραγματικότητα στον μέγιστο βαθμό έτσι ώστε να σχηματιστεί η απαραίτητη εκείνη «κρίσιμη μάζα» (που λέμε στη Χημεία), η ικανή κι αναγκαία συνθήκη για κάθε σημαντική κι αξιοσημείωτη πολιτισμική αλλαγή.