Το να δείχνεις με το δάχτυλο τους ενόχους, δεν σε αποδεσμεύει από την ντροπή.

ή

Αυτοί τελικά που ζητούν λογαριασμό για ό,σα έγιναν, είναι οι νεκροί.

Ο Μπέρνχαρντ Σλίνκ βραβευμένος συγγραφές των αστυνομικών μυθιστορημάτων, Ο γόρδιος φιόγκος και Η απάτη του Ζέλπ, γεννήθηκε το 1944 στο Μπιλεφέλντ της Γερμανίας. Σήμερα ζει και εργάζεται ως Νομικός στη Βόννη και Βερολίνο.

Στο βιβλίο του Διαβάζοντας στη Χάννα, ο δεκαπεντάχρονος Μίχαελ Μπέργκ, σε μια κρίση ίκτερου, δέχεται την βοήθεια της τριανταπετάχρονης Χάννας Σμίτς. Η Χάννα τον μεταφέρει σπίτι της, τον πλένει και τον συνοδεύει στο δικό του. Ο Μίχαελ, ένα μήνα αργότερα, πηγαίνει σπίτι της μ ένα μπουκέτο λουλούδια να την ευχαριστήσει. Πάει και ξαναπάει ώσπου μυείται στον έρωτα από την Χάννα. Στις καθημερινές συναντήσεις τους, που διήρκεσαν δύο χρόνια, προστίθεται σαν συνήθεια το διάβασμα βιβλίων που της κάνει. Η Χάννα, μια μέρα εξαφανίζεται. Την αναζητά παντού και δεν την ξαναβρίσκει. Ο Μίχαελ τελειώνει το σχολείο και μπαίνει στην Νομική. Προς το τέλος των σπουδών του, συμπεριλαμβάνεται σε μια ομάδα φοιτητών, οι οποίοι θα παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο σχετικό με το ναζιστικό παρελθόν και την απαγόρευση της αναδρομικής ποινικοποίησής του. Δικάζονταν τώρα -δεκαπέντε χρόνια αργότερα- οι φύλακες των στρατοπέδων συγκέντρωσης για την θανάτωση κρατουμένων με πράξεις ή με παραλείψεις πράξεων. Δίκαιο ήταν ό,τι όριζαν τα βιβλία ή ό,τι εφαρμοζόταν εμπράκτως στην πολιτεία; Μέσα στους κατηγορούμενους ήταν και η Χάννα.

Ο Μπέρνχαρντ Σλίνκ στο Διαβάζοντας στη Χάννα, χωρίζει το βιβλίο σε τρία μέρη. Στο πρώτο είναι η γνωριμία και ο έρωτας του Μίχαελ και της Χάννας. Στο δεύτερο είναι η διεξαγωγή της δίκης και στο τρίτο είναι η ολοκλήρωση της ιστορίας. Ο τρόπος γραφής διαφέρει μόνο στο πρώτο. Εκεί ο συγγραφέας περιγράφει την χαρά του έρώτα, που από θεϊκός γίνεται καθημερινός με ρόλο εξουσίας από τον έναν και ενοχές και συγγνώμες από τον άλλον. Ταυτόχρονα ένα ενδόμυχο καλά κρυμμένο μυστικό αρχίζει να υπονοείται από την συμπεριφορά της Χάννας, ένα μυστικό που θα αποτελέσει ένα από τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά της συμπεριφοράς της. Αλλά και έναν από τους άξονές του βιβλίου. Στη συνέχεια η γραφή γίνεται συμπαγής γεμάτη από ανατροπές και εκπλήξεις που συγκινούν και κόβουν την ανάσα του αναγνώστη. Η δίκη θα άρχιζε την άνοιξη. Ήταν δεδομένη η καταδίκη των δεσμοφυλάκων. Μέσα από αυτήν δικαζόταν μια γενιά, που είχε συνεργαστεί, δεν είχε εμποδίσει ή αποκηρύξει όταν μπορούσε να το είχε κάνει από το 1945. Και τώρα, ερχόταν μια νέα Γερμανία -ο νεαρός φοιτητής- να κρίνει όχι μόνο αυτούς αλλά και τους γονείς τους, που συνεργάστηκαν,ή αποσιώπησαν. Με προειλημμένες θέσεις απέναντι στους κατηγορούμενους, ένα κράτος εξέφραζε ταυτόχρονα τις ενοχές του απέναντι στην διεθνή κοινωνία, θέλοντας να κερδίσει τις εντυπώσεις μέσα από τα θύματά του. Και με το τεράστιο θέμα της συλλογικής ενοχής και απονομής δικαιοσύνης που διαπερνά ακόμα και σήμερα τη Γερμανική κοινωνία, ο συγγραφέας, θέτει τον δεύτερο άξονα του βιβλίου.

Και μέσα σε όλα αυτά, το μυστικό. Η προσωπική μας περιχαράκωση, σε αυτό που θεωρούμε μύχιο και ιερό για το οποίο ο υπαρξισμός του Σλίνκ προτείνει την καταδίκη, από το να γνωστοποιηθεί στο κοινό. Ούτε ο φιλόσοφος πατέρας του Μίχαελ συμφώνησε να το αποκαλύψει αυτός για να την σώσει, διότι τότε, θα διέπραττε μία αθώωση-βιασμό. Στο δικαστήριο ωστόσο, ζωντανευε και μια άλλη φρίκη.Ο Μίχαελ παρακολουθούσε την εκδίκαση, χωρίς εσωτερική συμμετοχή. Είχε γίνει ένα εκτελεστικό όργανο. Και ποια η διαφορά του έρωτα και του πολέμου; Ποία η διαφορά μεταξύ δεσμοφυλάκων; φοιτητών; δικηγόρων; εισαγγελέων; ή δημίων; Όλοι είχαν συνηθίσει την φρίκη και είχαν αναισθητοποιηθεί. Στην αίθουσα του δικαστηρίου καταδικάζονταν όλοι. Ο έρωτας, το κράτος, οι πολίτες, οι νόμοι, οι ενοχές.

Ο Μπέρνχαρντ Σλίνκ με πολυεπίπεδη γραφή λειτουργεί σαν συνήγορος, σαν κατήγορος ή σαν δήμιος, δικάζοντας όχι μόνο το ναζιστικό παρελθόν της πατρίδας του αλλά δικάζοντας και τον ίδιο του τον εαυτό, ορίζοντας παράλληλα και τα προσωπικά όρια. Το Διαβάζοντας στη Χάννα, είναι εξαιρετικής γραφής βιβλίο που στρέφει το βλέμμα στην καλή Γερμανική Λογοτεχνία, ενώ η βραβευμένη μετάφραση του Ιάκωβου Κοπέρτι δίνει μια πρόσθετη αξία σε αυτό.