Τρεις φίλες, η Νίκη (φωτογράφος), η Μάρθα (ψυχολόγος) και η Σόνια (φιλόλογος, που όμως εργάζεται στον χώρο της εστίασης), έχουν καθιερώσει να συναντιούνται ανά διαστήματα για καφέ και συζήτηση. Όχι, όμως, μια απλή κουβεντούλα για την ανταλλαγή νέων και κουτσομπολιών, αλλά μια συζήτηση ουσιαστικής παρέμβασης χωρισμένη σε τρία στάδια: την Ανηλεή Παρατήρηση, την Αμείλικτη Κριτική και την Αμέριστη Στήριξη. Η αρχική εντύπωση είναι ότι αυτή η συνάντηση έχει καταντήσει ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των συμβατικών υποχρεώσεων, ωστόσο η εξέλιξη της συζήτησης δείχνει τον ουσιώδη ρόλο που διαδραματίζει αυτή η συνάντηση στον ψυχισμό των τριών γυναικών.

Η προσπάθειά τους να ανατέμνουν κάθε φορά τον ψυχισμό τους συχνά αποβαίνει σκληρή – είναι φανερό και από την επιλογή των επιθέτων «ανελέητη» και «αμείλικτη» στα δύο πρώτα στάδια της κουβέντας τους. Η Μάρθα, συνηθισμένη σε αυτού του είδους τις συζητήσεις λόγω επαγγέλματος, είναι αυτή που εμφανίζεται ως η πιο σκληρή στη στάση της από τις τρεις. Δεν διστάζει να πει αυτό που ακριβώς σκέφτεται, όσο και αν ενοχλεί ή πληγώνει τον συνομιλητή της,  με τη σιγουριά του ουδέτερου παρατηρητή που θεωρεί ότι η παραδοχή του προβλήματος είναι το πρώτο βήμα για την αντιμετώπισή του. Η Σόνια, αυτή που επιμένει να χρησιμοποιούν τον όρο «οι εαυτές τους», με το δυναμικό παρελθόν και το φεμινιστικό υπόβαθρο, φαίνεται η πιο υποταγμένη από τις τρεις: έχει απομακρυνθεί από το επιστημονικό πεδίο το οποίο είχε επιλέξει και φαίνεται εγκλωβισμένη τόσο στον γάμο της όσο και στον εργασιακό της χώρο. Η Νίκη, με τη ματιά της φωτογράφου, ξεχωρίζει κινήσεις και αθέλητους μορφασμούς, και απομονώνεται συχνά, παρέα με τις σκέψεις της.

Η συζήτησή τους αγγίζει θέματα που καθορίζουν τη ζωή του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία. Ο εργασιακός χώρος, η οικονομική και πολιτική κρίση, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ερωτικοί ή οικογενειακοί δεσμοί, η τέχνη και η συμβολή της στην παρατήρηση και κριτική της σύγχρονης πραγματικότητας είναι κάποια από τα θέματα που θίγονται ή αναλύονται διεξοδικά. Ο συγγραφέας κατορθώνει να δώσει σε κάθε μία τους ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος, γεγονός που ενισχύει την ατομική τους υπόσταση σε μια ιστορία που φείδεται προσωπικών λεπτομερειών και στηρίζεται στο εδώ και τώρα.

Στηριζόμενος στο διαλογικό κομμάτι, και στον εσωτερικό μονόλογο-κριτική της Νίκης, η οποία έχει αναλάβει τον ρόλο της αφηγήτριας, ο Κωνσταντίνος Λίχνος δεν αναλώνεται σε περιττές περιγραφές, εστιάζει στην ουσία του λόγου και του διαλόγου και δίνει μια σχεδόν σκηνική/θεατρική αύρα στη νουβέλα του. Με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία τοποθετεί τον γυναικείο ψυχισμό στο επίκεντρο και ρίχνει τους προβολείς στους προβληματισμούς και στις παγίδες που επιδέξια έχει στήσει η σύγχρονη κοινωνία.