Αισθαντική γραφή, λυρική, «σωματική» θα έλεγα, με έντονη την αίσθηση της ανάμνησης ή της προσδοκίας του αγγίγματος. Το κορμί, το ανθρώπινο κορμί, βασανισμένο, πονεμένο, κλαμένο, πρωταγωνιστεί στην ποίηση του ιατρού Γιάννη Αντιόχου, που με προσεκτικές πινελιές, σαν καλοζυγισμένες κινήσεις νυστεριού κόβει και συρράπτει στιγμές, αισθήσεις, νοσταλγίες, χωρίς ίχνος τρυφηλότητος αλλά με τη μαχητική απαίτηση της μοναξιάς, εκεί που ζυμώνεται το βίωμα σε δρύινα βαρέλια ποιητικής τέχνης πεποικιλμένης με ήχους βυζαντινούς. Πλάγιος δεύτερος και σονέτα, η λέξη τραγούδι επανέρχεται στους τίτλους αυτών των λεπτουργημένων πονημάτων, όπως κι η συναισθηματική λέξη «Παραίσθησις»:

Παραίσθησις Γ’

Κάποιες νύχτες του καλοκαιριού

η μόνη περηφάνια που αντικρίζω

είναι η λάμπα του δήμου

στην οδό Ίριδος

 

Ένας λιγνός τσιμεντένιος στύλος

που μεγεθύνει τις σκιές

των αναξιοπρεπών στάσεων

του σώματός μου

Τι μπορεί να σημαίνει στην πεζή εποχούμενη διαστημική ηλεκτρονική εποχή μας η λέξη «τραγούδι»; Ποιος τραγουδάει και για ποιον; Σε ποιον απευθύνεται; Ρητορικά ερωτήματα χωρίς την απαίτησιν αμέσου απαντήσεως. Ας ακούσουμε τον ποιητή να κελαηδεί μέσα από τη γραφίδα του:

Το τραγούδι της σκιάς

Αν ζητάς τη ζωή μου και στη δίνω ακόμη

να πιστεύεις σ’ αυτά τα μικρά μυστικά

Το κορμί που μοιράζω το ’χω κάνει συντρίμμι

ράκος δέρμα ραμμένο με χρυσή βελονιά

 

Επιστρέφω σε σένα γιατί είσαι το τέλος

από πριν βυθισμένος στο χαμό σου πετάς

Στο μετά που σε είδα δαγκωμένο στο χείλος

με ρωτάς αν θυμάμαι τα φιλιά μιας θεάς

 

Από είδωλα βλέπεις, τα ’χω κιόλας ρημάξει

ντύνομαι όμως τα χοντρά τους σκοινιά

Τρίλιες στην πόρτα, ζωή σ’ έχω χάσει

ας πεθάνω απόψε με αλκοόλης θηλιά

 

Σ’ αγαπώ και το ξέρεις, μα είσαι μόνο σκιά

Συγκρατημένος μελοδραματισμός νεορομαντικού τύπου. Όμως τι λειτουργικότητα μπορεί να έχει ένα σονέτο σήμερα; Ας δούμε:

Σονέτο της Άνοιξης

Κομμάτια μαύρου σελιλόιντ

αρχεία εικόνων της ζωής μου

καθώς ασπρόμαυρος ζυγώνει

θάνατος μέσα στην ψυχή μου

 

Όλα τα ρήμαξε η σκόνη

μία γραμμή η αναπνοή μου

δίχως φτερά το χελιδόνι

της τελευταίας άνοιξής μου

 

Μου φέρνει φως από τον Άδη

ένα ισόβιο σκοτάδι·

φωτιά που σβήστηκε καιρό

 

αστέρων θραύσματα σωρό·

κι από τις άκρες των ματιών

δάκρυα άρρωστων παιδιών

Τα ποιήματα δεν κλείνουν με τελεία, παραμένουν ανοικτά, πανταχόθεν ελεύθερα όμως όχι, αφού είναι έντονη η σφραγίδα μιας πανίσχυρης αφηγηματικής φωνής, απαγορευτικής σχεδόν… Όσο για το περίφημο κορμί στο οποίο απευθύνεται, καβαφικής διαστάσεως θα έλεγα πως είναι, στον χώρο του Ιδεατού, εκεί όπου «επιθυμίες κι αισθήσεις εκόμισας εις την Τέχνην». Και πρόκειται για μια Τέχνη υψηλή, αν όχι με απαιτήσεις παγκοσμιότητος, τουλάχιστον με την ειλικρίνεια του βιωμένου πονήματος.

Ας κλείσουμε με δύο «ήχους πλάγιους και βαρείς», όπως τους χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής Γιάννης Αντιόχου:

 

            [ήχος ε’]

 

            Ζωή μου

            Είσαι όλη

            Ένα παραγεμισμένο δισάκι

            Με βόμβες και σιωπές

            Ήχους πόλεων και σπίθες σωμάτων

            Δεμένο σε μια βέργα που βαραίνει

            Τον πιο τρελό

            Τρελό των Ταρώ

            Ένα μόλις βήμα

            Πριν την αιώρησή του

 

 

            [ήχος στ’]

 

            Ζωή μου

            Είσαι όλη

            Μια άσκηση ενδυνάμωσης

            Για εκεί που στεκόμαστε

–δεν ξέρω όρθιοι

σκυφτοί

γονατιστοί–

για εκεί που στεκόμαστε

κι έστω για μία φορά

κοιτάζοντας στα μάτια

δακρύζουμε από την αλήθεια

 

Αστικά όνειρα, ονειρώξεις, παραισθήσεις, αναζήτηση νοσταλγική της αυστηρής φόρμας ενός σονέτου, διάθεση για τραγούδι που φέρνει προς το μελόδραμα, υπαρξιακή αγωνία… εν τέλει μια ποιητική σύνθεση με όλα τα σημάδια της εποχής, βυθισμένη στη συγχρονικότητα… Ένας λόγος που καταστέλλει την αλόγιστη δίψα για ζωή και την τοποθετηθεί στα πλαίσια ενός σύγχρονου μετά το μεταμοντέρνο εξπρεσιονισμού, μακριά πολύ από τον γερμανικόν εκείνον… Όμως το ρομαντικό κίνημα «Θύελλα κι Ορμή» (Sturm und Drag) καλά κρατεί στις υποδόριες ρίζες της ποιητικής του ιατροφιλοσόφου Γιάννη Αντιόχου.