Η δολοφονία του Νοσφεράτου, ενός ύποπτων κινήσεων μεγαλοεκδότη, η ζωή και τα έργα του Στέφανου, ενός απλού φοιτητή της Νομικής, οι περιπέτειες ενός επίδοξου συγγραφέα στην παιδική του ηλικία, ένας παππούς που μοιάζει μόνο με την αρχέτυπη φιγούρα των παππούδων αλλά την υπερβαίνει εξαϋλώνοντας το μύθο της τυποποιημένης σοβαρότητας της τρίτης ηλικίας και ο Ρωμαίος, ένας καθηγητής πανεπιστημίου που πίσω από την αυστηρή του κοψιά και τα καλοβαλμένα του λόγια αφήνει να διαφανεί η ύπαρξη μυστικών, αποτελούν τα πρόσωπα αυτού του πολυεπίπεδου έργου που καταφέρνει να κινηθεί σε πολλές ιδεολογικές διαστάσεις και να εκπλήξει ευχάριστα τον αναγνώστη πότε με τη στοχαστική του διάθεση, πότε με την ιδιαιτερότητα της πλοκής και πότε με την ανατρεπτική δομή του που αποτελεί αναμφίβολα το βασικό πλεονέκτημα της λογοτεχνικής του υπόστασης.

Αν κάποιοι από τους λόγους που αποδίδουν την ιδιότητα της λογοτεχνικότητας σε ένα κείμενο είναι η μεθοδική οργάνωση του υλικού και το σχέδιο δόμησης της υπόθεσής του, ο Ζαχαριάδης με το πρώτο του μυθιστόρημα αναδεικνύεται φέρελπις λογοτέχνης, καθώς αποδεικνύεται δεινός διαχειριστής ενός διόλου ευέλικτου δομικά υλικού.

Διαχειριζόμενος κατά βάση τις ιστορίες τριών διαφορετικών προσώπων, του φοιτητή Στέφανου, του παιδιού-συγγραφέα και του τρομοκράτη-δολοφόνου, ενώ περιφε-ρειακά αναπτύσσει με ζηλευτή ακρίβεια την προσωπικότητα του αντισυμβατικού παππού που χτίζει με το παράδειγμα και τις νουθεσίες του την αντισυμβατική ομοίως προσωπικότητα του εγγονού του, και την προσωπικότητα του καθηγητή Ρωμαίου, ο Ζαχαριάδης παίζει έντεχνα με τη νόηση του αναγνώστη και δεν του επιτρέπει να πλήξει στιγμή, αναγκάζοντάς τον να ακολουθεί κάθε του λέξη για  να αποκρυπτο-γραφήσει το μυθιστορηματικό μήνυμα.

Αρχικά, με τη ροή εναλλαγής των κεφαλαίων, ο αναγνώστης παρασύρεται από τις λιτές μα καίριες περιγραφές προσώπων και καταστάσεων που περιστρέφονται σε ένα φάσμα χρόνου από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, την ίδια στιγμή που απορεί ποια μπορεί να είναι η σχέση των φαινομενικά άσχετων και κάπως ασύνδετων στην αρχή ιστοριών και προσώπων μεταξύ τους.

Προϊόντος του χρόνου, όμως, ο συγγραφέας αποδεικνύει την ευρηματική του τεχνική επιτυγχάνοντας όχι απλώς να συνδέσει τις τρεις ιστορίες, αλλά να  συναιρέσει τη ζωή και τη δράση των προσώπων των τριών αυτών ιστοριών σε μια ενιαία ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί ένα και το αυτό πρόσωπο. Ενώ το έργο δίνει την εντύπωση ενός αυστηρά σχεδιασμένου αρχιτεκτονήματος, πίσω από τις λέξεις διακρίνεται ο ευφά-νταστος δημιουργός του που διασκεδάζει σμιλεύοντας ιστορίες και χαρακτήρες προκαλώντας το νου του αναγνώστη σε ένα κυνήγι μυστηριώδους θησαυρού.

Την παιγνιώδη με το λόγο και το στοχασμό διάθεση του δημιουργού καταμαρτυρεί και η ένταξη δύο αφηγημάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτόνομα διηγήματα με ιδιαίτερο ύφος, ευρηματικότητα και πλοκή. Η «Διακοπή ρεύματος» και η «Ποδηλάτισσα», όπως είναι οι τίτλοι τους, αποτελούν κορυφαίες αναγνωστικές εμπειρίες μέσα στο βιβλίο, αποδεικνύοντας πως ο Ζαχαριάδης ανήκει στη στόφα εκείνων των δημιουργών που δεν συμβιβάζονται με το εύκολο και το προβλέψιμο.

Η γλώσσα διακρίνεται από μια φυσική ροή και φυσικότητα που καθιστά τον αναγνώστη εύκολο μύστη των νοημάτων και των αισθημάτων που απορρέουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο λόγος σε αρκετά σημεία είναι συμπυκνωμένος με στοχαστική εμβάθυνση, ενώ σε κανένα σημείο δεν εντοπίζονται πλατειασμοί ή περιττολογίες, συμβαδίζοντας αρμονικά με τη διάθεση του συγγραφέα να αγγίξει όχι μόνο μυθιστορηματικά αλλά και με το νυστέρι του δοκιμιακού σκεπτικιστή βαρυσήμαντες ιδέες, όπως ο ρόλος της γραφής ως βαλβίδα εκτόνωσης ψυχικών φορτίσεων, η έννοια του αντάρτικου των πόλεων και η διπολική προσέγγιση της χρήσης της βίας ως μέσου αποτίναξης ενός ζυγού. Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι ο συγγραφέας εντάσσει με λογοτεχνική βαρύτητα στο λόγο λέξεις πολυσύλλαβες και συνήθως δοκιμιακές χωρίς να αποφορτίζουν το καλαίσθητο αισθητικό αποτέλεσμα.

«Μπερδεύω τον τρομοκράτη με τον επαναστάτη; Μπορεί…», θα αναφέρει σε κάποιο σημείο για να προτιμήσει εντέλει τον όρο «κοινωνικός αναμορφωτής» εξωραΐζοντας λεκτικά κάτι που τον τρομάζει και τον απωθεί. «Τους εχθρούς του κανείς πρέπει να τους εξοντώνει», θα πει σε άλλο σημείο. «Και μόνο ως ενεργοποίηση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης να το δει κανείς. Όπλα, φίλε μου. Όπλα! Από καρφίτσες μέχρι ιδέες  Αυτό υπαγορεύει η στοιχειώδης έννοια της δικαιοσύνης. Σκεφτόμαστε με ιδέες, δημιουργούμε θεωρίες, αλλά δεν πολεμάμε με ιδέες».

Οι ήρωες του Ζαχαριάδη, που εντέλει συναιρούνται στο πρόσωπο του αρχέτυπου μυστηριώδους μυθιστορηματικού ήρωα, χρησιμοποιούν και «τις ιδέες και τις… καρφίτσες» για την εξόντωση των όποιων εχθρών, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το ασύλληπτο εύρημα να παρουσιάσει τις διαφορετικές εκφάνσεις της προσω-πικότητας ενός ανθρώπου ως αυτόνομα πρόσωπα αρχικά, παρασύροντας τον αναγνώ-στη εκεί ακριβώς που ήθελε να τον οδηγήσει: στην ανακάλυψη της συνύπαρξης των πολλών ιδιοτήτων, ρόλων, χαρακτηριστικών, οραμάτων και ιδεών μέσα σε ένα και το αυτό πρόσωπο, αιτιολογώντας έτσι τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις που υφίσταται κάθε άτομο μες στις κοινωνικές ομάδες όπου είναι ενταγμένο.

Παρακολουθώντας την παιδική ηλικία του Στέφανου-συγγραφέα, ο αναγνώστης, μέσα από την επαφή του παιδιού με τον ιδιόρρυθμης ιδιοσυγκρασίας παππού, κατανοεί για ποιο λόγο ενεργοποιείται μέσα στον ήρωα η επιθυμία της επαφής του με την κάθε είδους τέχνη. Ο παππούς είναι αυτός που φροντίζει να δώσει στο παιδί εκείνα τα αισθητικά και αισθητηριακά εφόδια και ερεθίσματα ώστε να το ωθήσει προς την καλλιτεχνική ευαισθητοποίηση, τη λογοτεχνική επιθυμία και την ανατροπή μιας ιδεολογικής καταπιεστικής καθεστηκυίας τάξης.

Παρακολουθώντας στη συνέχεια τον Στέφανο-φοιτητή να εντάσσεται στη φοιτητική νεολαία «ΑΓΩΝΑΣ» και να δεινοπαθεί από το ολοκληρωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών, κατανοεί με ευκολία το λόγο που ενισχύεται μέσα στον ήρωα η ανάγκη του να γράψει και συνάμα να «εκραγεί», με την έννοια της εκδίκησης αρχικά κι έπειτα της αντίστασης σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που καταδυναστεύει τη λαϊκή κυριαρχία. Κατανοεί εν ολίγοις τη μεταμόρφωση του Στέφανου-συγγραφέα σε Στέφανο-φοιτητή και σε Στέφανο-κοινωνικό αναμορφωτή, ερχόμενος μάλιστα συγκυριακά σε επαφή και με τον ανώνυμο αρχηγό μιας τρομοκρατικής ομάδας.

Και τέλος, παρακολουθώντας το βιβλίο αντίστροφα, από το τέλος προς την αρχή του, αποκωδικοποιούνται και ερμηνεύονται περιγραφές, καταστάσεις και πρόσωπα που στην κανονική ροή ανάγνωσης του βιβλίου φαντάζουν ομιχλώδη και καλυμμένα από ένα πέπλο μυστηρίου.

Η συνεχής εναλλαγή του ονείρου και της πραγματικότητας, οι εγκιβωτισμοί του πα-ρελθόντος μέσα σ’ ένα δυναμικό παρόν που κάνει συνεχώς τον αναγνώστη να αμ-φιβάλλει αν ο ήρωας το ζει ή το φαντάζεται και η παρεμβολή καλοβαλμένων και συμπυκνωμένων απόψεων για καίρια διαχρονικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη διανόηση, καθιστούν το έργο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και τον Ζαχαριάδη πολλά υποσχόμενο στο χώρο της λογοτεχνίας.

Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι σε όλη τη διάρκεια της αναγνωστικής εμπειρίας είναι προφανής η παρουσία του ίδιου του δημιουργού ο οποίος παρεμβάλλεται και αναμε-τριέται κατά κάποιον τρόπο με τον ήρωά του, που προβάλλεται ως το alter ego του, ως εκείνη η προσωπικότητα που, όπως και ο ήρωας, προσπαθεί να ισορροπήσει μέσα στους κοινωνικούς του ρόλους και επιλέγει τη γραφή ως φυγή και ως κρησφύγετο από ένα κοινωνικό γίγνεσθαι και από τους ποικίλους κοινωνικούς ρόλους του οι οποίοι τον καταδυναστεύουν.

Μήπως εντέλει αυτό που ο Ζαχαριάδης επιθυμεί κατεξοχήν να εκφράσει είναι ότι και η λογοτεχνία αποτελεί πράξη πολιτική με ερέθισμα μια ζωή που καθένας τη βιώνει με το δικό του ιδιαίτερο κώδικα; Μια πράξη που στοχεύει στην έστω νοερή ανατροπή κάθε μορφής καταπίεσης; Μήπως είναι κι αυτή ανάμεσα στα όπλα που απαιτούνται για τη δικαίωση και την κοινωνική αναμόρφωση;

Το βέβαιο είναι πάντως ότι η «Διακοπή ρεύματος» δίνει το στίγμα μιας λογοτεχνίας σύγχρονης, δυναμικής και στιβαρής που θα συζητηθεί και θα προκαλέσει. Διαβάστε το.