Αλάτι… πρώτη ύλη της μαγειρικής, συστατικό του αίματος, μέσο βασανιστηρίου όταν πέφτει πάνω σε μια ανοιχτή πληγή… Μέσο συντήρησης τροφής και συνάμα βασική ουσία του θαλασσινού νερού…

Δέρμα που γνώρισε το αλάτι… Δέρμα που ψήθηκε, αφού πόνεσε, αφού υπέφερε, αφού πρώτα υπέμεινε το βασανισμό της άρμης…

Και ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Περικλή Γρίβα, δανεισμένος από την Ιταλίδα σεναριογράφο Vanna de Angelis, σηματοδοτεί κυριολεκτικά και μεταφορικά αυτή τη συλλογή των διηγημάτων του κουμπώνοντας άψογα με τον ψυχισμό και τα δεινά των ηρώων του αλλά και με τον ερωτικό τρόπο που ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τη γραφή, άλλοτε σαν ίαση μιας παλιάς πληγής κι άλλοτε σαν επώδυνο μαρτύριο…
«Με οδύνη και πάθος, συναισθήματα αταίριαστα, ανθίζει σε σελίδες λευκές απο-τελώντας ίαση σε όσα μας πονούν, φανερά ή κρυφά, γλυκά ή οδυνηρά», παρατηρεί ο ίδιος στον έξοχο πρόλογό του.

Και τα τρία κείμενα είναι κεντήματα εικόνων, συναισθημάτων και στοχασμών. Ρούχα εξαίσια υφασμένα για τις μοναδικές ιδέες που είναι καλά κρυμμένες από κάτω χωρίς να αφήνουν να φανεί ούτε τη φόδρα του άχρηστου στη λογοτεχνία δογματισμού. Όμως η ιδέα υπάρχει, πρωτοστατεί και υποβάλλει προβληματισμούς. Αλλά και ο λόγος, όμορφα χτενισμένος, με έναν αρμονικό εσωτερικό ρυθμό που σε παρασύρει στην ανάγνωση, χωρίς πλουμίδια περιττά, στοχεύει στην καρδιά του αναγνώστη και τον κάνει να νιώσει πρώτα στην ψυχή του τα νοήματα κι έπειτα να οδηγηθεί στη νοητική τους επεξεργασία.

Θεματικός πυρήνας και στα τρία διηγήματα, το ανθρώπινο δέρμα. Στο πρώτο, ως καταπιεσμένη σάρκα μιας γυναίκας η οποία έπρεπε να τιθασευτεί και ν’ αλλάξει τη φύση της, στο δεύτερο ως σημαδεμένη επιδερμίδα μ’ ένα τατουάζ που συμβόλιζε το πένθος μιας μάνας, και στο τρίτο ως σάρκα άρρωστη, τρυπημένη και σημαδεμένη από τη μάστιγα των ναρκωτικών.

Το πρώτο ομώνυμο διήγημα είναι η κραυγή απελπισίας των πλασμάτων που έζησαν τη ζωή που άλλοι τους όρισαν. Το διήγημα σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στις καταπιεσμένες γυναίκες της Αλβανίας, ευρύτερα όμως έχει αγγίγματα από τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη όσον αφορά την επί αιώνες καταπιεσμένη γυναικεία φύση μέσα στις πατριαρχικές κοινωνίες. Ο λόγος του Γρίβα δυναμιτίζει το σκοτάδι ενός ρατσισμού που μακροχρόνια σκέπασε το γυναικείο φύλο, στερώντας του το δικαίωμα να αναπνεύσει τον αέρα του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιάθεσης.

Η Λένα, η επονομαζόμενη Λένος, γιατί «έτσι το θέλησε απλά η μάνα», κάτω από την πίεση των ηθών και τη νοητική και συναισθηματική υπανάπτυξη ανθρώπων που απέμειναν κι αυτοί νοητικά και ψυχικά ανάπηροι από ξένες αποφάσεις, υποβάλλεται στην πιο αλλόκοτη μεταμόρφωση: Από θηλυκό βιώνει οδυνηρά την άρνηση της φύσης της γιατί έμεινε η οικογένεια χωρίς αρσενικό προστάτη κι έπρεπε κάποιος να αναλάβει τούτο το ρόλο. Κλήρωσε να τον αναλάβει η Λένη. Της κόβουν τα μαλλιά, την ντύνουν αντρικά, με τον καιρό αποκτά μούσκουλα και πλάτες, τη μαθαίνουν να χειρίζεται το ντουφέκι, να νιώθει ντροπή και φόβο όταν νιώθει τη «γλύκα» που γυρεύει το κορμί κάθε γυναίκας, μαθαίνει να ντρέπεται για τα γυναικεία χαρακτηριστικά του σώματός της και να τα κρύβει. Το στήθος πιέζεται κάτω από λωρίδες ύφασμα που εξαφανίζουν με το χρόνο τη γυναικεία της υπόσταση. Κι έτσι, γίνεται ο προστάτης του μισερού, της ανάπηρης αδερφής, με όλη την έννοια της προστασίας όμως που ένα αρσενικό δίνει στη λέξη αυτή.

Μια σειρά γεγονότων έρχεται να αποδείξει ότι η μεταμόρφωση του Λένου είναι και συναισθηματική, καθώς δεν ανέχεται το γεγονός ότι η αδερφή του ερωτεύεται και αυτοκαθορίζεται. Όταν αργότερα θα συνειδητοποιήσει αυτή τη μεταμόρφωση και το ανεπίστρεπτο λάθος που έχει διαπράξει, καθώς η αλλαγή της την οδήγησε να γίνει το πλάσμα που άλλοτε μισούσε, τότε είναι που γυρεύει την επιστροφή της ψυχής της σε ό,τι πιο αγνό θυμάται απ’ τον αλλοτινό της εαυτό. Στο άρωμα της λεβάντας που σφράγισε την αγνή εποχή της ζωής της, προτού την αλλοιώσουν οι ανθρώπινες ανόητες ιδέες… Σε απόλυτη αρμονία η σκληρότητα και η ευαισθησία, καλά ζυγισμένες στην παλάντζα μιας προσεκτικής προσέγγισης ενός εύθραυστου και ευαίσθητου θέματος που ούτε στιγμή από την πένα του Περικλή δεν ολισθαίνει προς το μελόδραμα….

Μια εξομολόγηση αποτελεί και το κύριο σώμα του δεύτερου διηγήματος η Τοντόρα. Πρωταγωνίστρια και πάλι μια βασανισμένη γυναίκα, μια γυναίκα που στην τρυφερή πρώτη νιότη της παντρεύεται με ένα δύστροπο και ανίκανο μεγάλης ηλικίας άντρα, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώσει ο πατέρας της από ένα στόμα. Η μοίρα της γυναίκας πάλι σε πρώτο πλάνο.  Οι ολιγοσύλλαβες λέξεις σχηματίζουν έναν κώδικα τόσο ισχυρό που ξεπερνά τα όρια της αφήγησης και γίνεται γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη και βουβή διαμαρτυρία. Σ’ αυτό το διήγημα καθαγιάζεται κατεξοχήν η μητρότητα και ο καταλυτικός της ρόλος στην ψυχική ισορροπία. Το πεπρωμένο για την ηρωίδα είχε επιφυλάξει μια κατάρα και ένα ισόβιο πένθος. Ένα σκυλί αλυχτάει άγρια μες στο διήγημα, προοικονομώντας τη λήξη μιας ευτυχίας που έρχεται αργά για να γλυκάνει τα βάσανο του κοριτσιού. Το πένθος βιώνεται σαν ποινή και σαν χρέος. Ακόμη κι όταν επιτέλους η ζωή χαμογελάει στην ηρωίδα, έχει ξεχάσει πώς σχηματίζεται το χαμόγελο στα χείλη, νιώθοντας όνειδος και αμαρτία να λησμονήσει το πένθος.

Έτσι χαράζει ανεξίτηλα στο δέρμα της ένα όνομα και στην ψυχή της ένα τάμα… Και γίνεται μάνα δυο ξένων παιδιών που κατορθώνουν ν’ αντισταθμίσουν το κενό του δικού της. Αυτό είναι και το μήνυμα του βιβλίου: το φάντασμα της αξόδευτης μητρικής αγάπης… Οι διάσπαρτες ποιητικές πινελιές μες στις καταλυτικές, λιτές περιγραφές  δίνουν στο διήγημα μια μινιμαλιστική μοναδική και συνάμα πρωτόγονα, αγνή ομορφιά.

Στο τρίτο διήγημα το θεματικό πυρήνα αποτελεί το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ευτυχίας. Ξανά πρωταγωνίστρια μια μάνα, που ταλαιπωρείται από το γιο της που είναι θύμα των ναρκωτικών, αλλά κι ένα ζευγάρι που βιώνει την ευτυχία της προσμονής του πρώτου τους παιδιού. Ο Γρίβας πλέκει τις ζωές των ηρώων του με ευρηματικό τρόπο καθώς εντάσσει στην πλοκή ένα πιστόλι και μια φράση του Ηλία Βενέζη, «Έρχεται βροχή στα κιμιντέρια», που συνυφαίνουν ένα σχεδόν κινηματογραφικό σκηνικό σε αυτό το διήγημα, ενώ η αναφορά σ’ έναν άγγελο-από μηχανής θεό, δίνει μια μεταφυσική αύρα στην αφήγηση.

Τεχνικά συνδυάζει τη λιτότητα του θεατρικού λόγου με την εμβάθυνση της ψυχογραφικής δυναμικής του μυθιστορήματος. Εσωτερική και εξωτερική δράση σε τέλεια αρμονία και το αποτέλεσμα τραγικό όσο και των έργων των κλασικών δραματουργών. Στο διήγημα κυριαρχεί το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, η οποία αναδύεται αυθόρμητα μέσα από μια μοναδική χρήση της λεκτικής απλότητας που αποδεικνύει ό,τι υποστήριζε με τη ζωή και το έργο της η Τζέιν Ώστιν, ότι η πιο μεγαλειώδης μορφή τέχνης αναδύεται μέσα από την καθημερινότητα.