Με βάρκα το αμερικάνικο όνειρο…

Κάμντεν, Νιου Τζέρσεϊ, 1980. Η Μίλη, μια δωδεκάχρονη κοπέλα, μόλις έχει χάσει τη μητέρα της ύστερα από την εξαφάνιση του αδερφού της. Μόνη πλέον στον κόσμο, εγκαθίσταται στο σπίτι της συμμαθήτριάς της Λητώς και άθελά της εισβάλλει στη ζωή της, αλλά και στη ζωή των γονιών της.

Η απρόσμενη αυτή είσοδος του παιδιού στην οικογενειακή εστία αποτελεί την αφορμή ώστε οι οικογενειακές ισορροπίες να διαταραχθούν και οι μέχρι τότε βεβαιότητες να αρχίσουν να αμφισβητούνται. Ο Μπέιζελ, ο πατριός της Λητώς, αναθυμάται το παρελθόν του –η αφήγηση ξεκινά από τη στιγμή που ο πατέρας του φτάνει στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα– και αναζητά να βρει τι πήγε στραβά και κανένα όνειρό του δεν καρποφόρησε.

Το αμερικάνικο όνειρο έμεινε στα χαρτιά, τα μεγάλα όνειρα έγιναν στάχτη, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν μεροφάι μεροδούλι. Αντί να ευημερήσουν, κατατροπώνονται από τις κατά καιρούς οικονομικές κρίσεις και τον μεγάλο πόλεμο. Η πόλη παρακμάζει και φθείρεται. Ερειπωμένα σπίτια, κλειστές βιομηχανίες, φτωχές συνοικίες είναι το σκηνικό που επικρατεί κατά κόρον.

Σκοτεινιά, θλίψη, υποτονική διάθεση, απογοήτευση. Ένα εφιαλτικό παρελθόν, γεμάτο πόνο, εξαθλίωση και αγωνία για το αύριο, έρχεται στο φως και ξεδιπλώνεται κομμάτι κομμάτι μέσα από παράλληλες αφηγήσεις δύο διαφορετικών εποχών – του τότε και του τώρα, του παρόντος της αφήγησης. Σε χρόνο ενεστώτα και χρόνο παρελθοντικό.

Μικρά περιστατικά και καθημερινός αγώνας επιβίωσης απαρτίζουν τη ζωή δύο γενεών –και μαζί με αυτές και την πλειονότητα του πληθυσμού των μεταναστών πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς της Αμερικής– έχοντας ως φόντο σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας Ιστορίας που σημάδεψαν τον κόσμο.

Παράλληλα η Σούζαν, η μητέρα, σαν να ξυπνάει από όνειρο, συνειδητοποιεί το αδιέξοδο στο οποίο ζει τόσα χρόνια και αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα. Και όλα αυτά ενώ οι δυο κοπέλες, με τα προσωπικά τους προβλήματα η καθεμιά, τα απωθημένα και τα δεινά, σταδιακά δένονται, αποκτούν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και οδεύουν προς μια επώδυνη ενηλικίωση.

Η Κάλλια Παπαδάκη στο νέο της μυθιστόρημα «Δενδρίτες» καταπιάνεται με τη ζωή των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, αυτών που οι πατεράδες τους έφτασαν στην Αμερική με το όνειρο να αστράφτει στα μάτια τους, για μια καλύτερη ζωή, με σκοπό να αδράξουν το αμερικάνικο όνειρο. Ένα όνειρο που ακόμα κυνηγούν οι απόγονοί τους, που έχουν γαντζωθεί απ’ αυτό, αλλά διαρκώς απογοητεύονται.

Με μακροπερίοδο λόγο, στίξη που καθοδηγεί την ανάγνωση και ομαλή φυσική μετάβαση από τον έναν ήρωα στον άλλο, οι πρωταγωνιστές ξεγυμνώνονται μπροστά στον αναγνώστη και βιώνουν την αυτογνωσία. Στα συν του βιβλίου το αφαιρετικό τέλος που ναι μεν ολοκληρώνει το βιβλίο, αλλά παράλληλα δίνει στον αναγνώστη και μια σχετική ελευθερία για να φαντασιωθεί ένα διαφορετικό, τελείως προσωπικό φινάλε.