«Έφτασα στο σπίτι. Είχε μικρό κήπο με πολλές γλάστρες λουλούδια. Όχι γλάστρες, κομμένα βαρέλια ήταν που τα είχε κάνει γλάστρες. Άνοιξα το σιδερένιο πορτάκι και μπήκα στην αυλή. Χτύπησα την εξώπορτα, Μου άνοιξε η γριά. Δεν μίλησε, μόνο χαμογέλασε και με έβαλε μέσα. Στο βάθος φώτιζε το τζάκι, φέρνοντας μυρωδιά πεύκου που έτριζε στις φλόγες, Η κόρη καθόταν γύρω από το τραπέζι σαν να με περίμενε, σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι, χαίρομαι πολύ που ήρθατε, είπε και κάθισα. Της είπα να μιλάμε στον ενικό. Η γριά σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και πήγε να μου βάλει να φάω σαν να μην είχαμε να πούμε τίποτα άλλο οι δυο μας. Έπιασα κουβέντα με τη μικρή. Με ρωτούσε για τη δουλειά μου, αν πήγαν όλα καλά, της είπα ότι έφαγα πολλή βροχή, αλλά τα ρούχα μου είχαν πια στεγνώσει. Έκανα τη δουλειά και ήμουν πολύ ικανοποιημένος. Που δεν θα ξαναρχόμουν εννοούσα, αλλά εννοείται ότι αυτό δεν της το είπα. Βάλαμε να πιούμε κρασί» (σελ. 51)
Τα δεκατρία διηγήματα του Πάνου Τσίρου (Αθήνα, 1970) είναι ιστορίες καθημερινές, ασήμαντων ανθρώπων, πληκτικές, χωρίς υπερβάσεις, χωρίς ανατροπές θα λέγαμε, παραφράζοντας το οπισθόφυλλο. Καθημερινές, σχεδόν – Θεσσαλονίκη, φοιτητές στο μεταπτυχιακό («Οι γονείς του», «Δανιήλ», «Λάζαρος», «Το πάρτι»). Φλερτ στην καφετέρια της σχολής. Βιτγκενστάιν, σινεμά και χάπια. Μια σχέση που ευοδώνεται και δεν ευοδώνεται ακριβώς («Σάρα»)∙ Σε αποστολή για λογαριασμό μιας δημόσιας υπηρεσίας σε νησί. Γνωριμία με μία κοπέλα και τη μάνα της («Τοπογράφος»).Αθήνα, ζευγάρι που περιμένει το πρώτο του παιδί. Σκηνή στην Πειραιώς μ΄ένα τραυματισμένο σκυλί και τρεις ύποπτους μελαψούς φίλους («Ο κύριος και η κυρία Φόβου»). Από τα παιδικά παιχνίδια στο λαβωμένο από τη γάτα πουλί και στη σκοτωμένη πεταλουδίτσα της νύχτας («Ντόινγκ»). Πρώτη σκηνή: αίθουσα αναμονής στα επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου. Τελευταία: ο πρωταγωνιστής που πετάει, σαν χαρταετός, με το σκοινί που αμολάει ο πατέρας του («Χαρταετός»). Κομοτηνή, φαντάρος: Ο φίλος που χρειάζεται βοήθεια («Χημικό εργαστήρι»). Ένας μυστηριώδης επισκέπτης («Ο γέρος στο σπίτι»). Υπάλληλος σε εταιρία. Το όνειρο, τα γραφεία και οι φάκελοι που δεν τελειώνουν ποτέ, η πραγματικότητα: το ντοσιέ ενός σημαντικού πελάτη. Υπερβατικό τέλος: το έδαφος μετακινείται («Έχω δώσει τη ζωή μου»). Μια μητρόπολη που το κέντρο της έχει γεμίσει άδεια μαγαζιά. Ο αφηγητής περιφέρεται στους δρόμους αυτούς και στις γειτονιές των μεταναστών και αναπόφευκτα φθάνει, σαν σε όνειρο , σε χωματόδρομο. Εκεί εμφιλοχωρεί η παιδική ανάμνηση ενός περιπάτου με τον πατέρα του στο χωριό. Κλίμακες πιο μικρές, πιο ανθρώπινες («Διαχείριση ποιότητας»).
Οι ιστορίες του Τσίρου έχουν το χάρισμα να είναι απλές και, παρότι σαφώς υποδηλώνουν περισσότερα απ΄όσα φαίνονται, δεν βαραίνουν τον αναγνώστη. Διαφωτιστικός για τις προθέσεις του συγγραφέα είναι ο επίλογος, όπου μερικές προτάσεις παραπέμπουν στον τρόπο γραφής του Ludwig Wittgenstain στο έργο Tractatus Logico-Philosophicus, με το οποίο ασχολήθηκε κατά τις μεταπτυχιακές σπουδές που έκανε στη φιλοσοφία, στην Αγγλία.
Η συλλογή διηγημάτων «Δεν είν΄έτσι;» κυκλοφόρησε το 2013 από τη Μικρή Άρκτο.