Ιστορίες γυναικών

Η Νίκη Μαραγκού συγκέντρωσε στο καινούριο βιβλίο της, που κυκλοφόρησε εν μέσω μιας κρίσης που απλώνεται και βαθαίνει συνεχώς, δεκαοκτώ αφηγήσεις γυναικών από την Κύπρο.

Οι αφηγήσεις αυτές διατρέχουν διάφορες εποχές μέχρι να φθάσουν στο παρόν ή, αντίθετα, ξεκινούν από το παρόν γυρνώντας πίσω, όπως στα παραμύθια: αποικιοκρατία, ΕΟΚΑ, διακοινοτικές ταραχές, τουρκική εισβολή. Η Ελισάβετ θυμάται το σπίτι της με την αυλή και τα δέντρα στο κατεχόμενο σήμερα Καρπάσι – οι πουζαλίνες (=τα μούρα) που μάζευε ανεβασμένη στο δέντρο γίνονται το σύμβολο μιας ζωής όχι ακριβώς ανέφελης, σίγουρα όμως ευτυχισμένης. Όλες οι γυναίκες προέρχονται από αγροτικές οικογένειες και είναι συνηθισμένες στις γεωργικές εργασίες, ακόμη και τις βαριές. Δουλεύουν σκληρά, είναι ανθεκτικές στις δυσκολίες, καρτερικές και αφοσιωμένες στην οικογένειά τους. Όπως η Σουσάννα, που ο αυστηρός πατέρας της τής στέρησε μια εκδρομή με τον αρραβωνιαστικό της – και που είχε καημό ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια για να φορέσει στο γάμο της. Εκτός από τις γεωργικές εργασίες, οι γυναίκες ασχολούνται με όλων των ειδών τις οικιακές εργασίες, με τη φροντίδα των παιδιών και βεβαίως των συζύγων τους. Υπομένουν μια μοίρα που διάλεξαν οι ίδιες ή (συνήθως) που διάλεξαν άλλοι γι΄ αυτές, με εγκαρτέρηση και αυταπάρνηση. Όπως η Ασπασία, που στάθηκε στον άντρα της σε όλα τα σκαμπανεβάσματα της επαγγελματικής του ζωής χωρίς να βαρυγκωμήσει ποτέ. Κάποιες παρακολούθησαν μόνο μερικές τάξεις του δημοτικού, άλλες πήγαν γυμνάσιο και άλλες, πιο τυχερές, μορφώθηκαν λίγο παραπάνω. Όπως η Δήμητρα που ήταν δασκάλα, μα σταμάτησε να δουλεύει όταν παντρεύτηκε. Με τα αγγλικά που γνώριζε μεσολαβούσε στους βρετανούς αξιωματούχους για να βοηθήσει τους χωρικούς. Η Κούλα, πάλι, βοηθούσε όλο τον κόσμο και με τις ενέργειές της πέτυχε να κτιστεί ένα γηροκομείο σε κρατική γη.

Οι δεκαοκτώ γυναίκες, Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες, αφηγούνται στην κυπριακή διάλεκτο και η συγγραφέας, που έχει ακούσει τις ιστορίες τους πολλές φορές, τις κατέγραψε σε ένα μαγνητόφωνο ή σε ένα σημειωματάριο αφαιρώντας αυτά που δεν είχαν ενδιαφέρον, τις επαναλήψεις, επεξηγώντας κάτι που θα ήταν ακατανόητο, έτσι ώστε να βγαίνει ένα σφιχτό κείμενο που να έχει κάτι να πει, όπως αναφέρει στη σύντομη εισαγωγή της. (Σε υποσελίδιες σημειώσεις επεξηγούνται οι λέξεις που πιθανόν να μην γνωρίζει ο αναγνώστης.) Αν και οι αφηγήσεις είναι αυθεντικές, το κοινό σημείο που τις ενώνει είναι ακριβώς αυτή η παρέμβαση της συγγραφέως (ή επιμελήτριας) που τις επέλεξε. Κάτω από τις γραμμές διακρίνεται ο ένας και μοναδικός αφηγητής που ενδύεται τα πρόσωπα αυτών των γυναικών και αφήνει να τον/την οδηγήσουν στα μονοπάτια της γραφής. Οι λέξεις μεταπλάθονται και φτιάχνουν εικόνες κι από κει γεννιούνται οι προσωπικές ιστορίες της καθεμιάς, τα μικρά και τα μεγάλα επεισόδια της ζωής τους, ο πόνος, η νοσταλγία, η προσμονή, η αγάπη.