Είκοσι πέντε χρόνια πάλεψε με το πατρικό πρότυπο, για να «συμφιλιωθεί» μαζί του και να το αφομοιώσει, για να το «αρχειοθετήσει» και να του δώσει το ανθρώπινο, ιστορικό και μυθιστορηματικό βάθρο που του αρμόζει. Έτσι γίνεται πάντα με τους γονείς. Τους θαυμάζουμε, τους μιμούμεθα, τους ανταγωνιζόμεθα, τους «δολοφονούμε» συμβολικώς μέσα μας προκειμένου να ενηλικιωθούμε και να διαγράψουμε τη δική μας τροχιά στον στίβο της ζωής, μια μέρα μένει η καρέκλα τους άδεια, τότε βάζουμε ένα κερί, ένα καντήλι, ένα πορτρέτο, ένα αγαπημένο αντικείμενο στη θέση του εκλιπόντος και κινούμαστε μεταξύ οργής, ενοχής, αυτολύπησης ή συμπάθειας, νοσταλγίας ή ανακούφισης για τον συχωρεμένο. Κάποτε, έρχεται η ευλογημένη εκείνη μέρα που αντιλαμβανόμεθα πως ένας άνθρωπος ήταν κι εκείνος, σαν όλους μας, που πάλευε με την άγνοια, την ανασφάλεια, το κενό, την υπαρξιακή αγωνία. Τότε τον «αθωώνουμε», καθόμαστε στην καρέκλα του, ερχόμαστε στη θέση του και τότε ζούμε μια άλλη ζωή, τη δική του, που δεν υποψιαζόμαστε καν ότι υπήρχε, όσο αυτός ήταν εδώ, όσο βάραινε η σκιά του πάνω μας, όσο αντιμαχόμασταν στο λεπταίσθητο παιχνίδι εξουσίας-αγάπης-απόρριψης-αποδοχής. Καλό είναι βέβαια αυτή η διαδικασία να γίνει ζώντος του άλλου. Όμως πόσοι είμαστε τόσο δυνατοί, τόσο σοφοί για μια τέτοια επώδυνη και χρονοβόρα διαδικασία;

Αυτή η γενική εισαγωγή αφορά όλους μας. Είτε έχουμε βιώσει απώλειες κοντινών μας ανθρώπων είτε όχι. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο της υπέροχης, της επαρκούς, της αισθαντικής και φιλοσοφημένης Τατιάνας Αβέρωφ, της κόρης του αλησμόνητου και πατριώτη πολιτικού, του ευεργέτη και λογοτέχνη, του φιλάνθρωπου κι ελεήμονος (πέρα από κάθε κομματική ή άλλη ταυτότητα) Ευάγγελου Αβέρωφ, συγκινήθηκα τα μάλα, γιατί θέλει γενναιότητα και θάρρος, τόλμη κι ανδρεία για να εκθέσεις τα μύχια της ψυχής σου δημόσια και ν’ αυτοψυχαναλυθείς με θάρρος. «Η αλήθεια θα μας λυτρώσει», που λέει και το ευαγγέλιο. Η δική μας υποκειμενική αλήθεια. Ουδείς έχει το αλάθητο. Ουδείς γνωρίζει τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν. Έχει γίνει πολύς λόγος για την ύπαρξη ή μη της λεγομένης «αντικειμενικής» πραγματικότητας. Απλοί μάρτυρες είμαστε στο δικαστήριο του κόσμου, στο «φοβερό βήμα» της Αλήθειας και του Φωτός. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε εντάξει με τον εαυτό μας και να μην προδίδουμε το βαθύτερο εγώ μας, αυτό που κάποιοι αποκαλούν συνείδηση. Οι άλλοι μπορούν να μας επικροτήσουν ή να μας απορρίψουν. Αδιάφορο. Η αλήθεια, η εκπεφρασμένη, αυτή που μας οδηγεί στο Φως το Ανέσπερο, μόνη μας έγνοια και παρηγοριά. Σαν την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.

Θαύμασα και τη λογοτεχνική και τη μυθιστορηματική και τη συναισθηματική ευφυΐα της Τατιάνας Αβέρωφ. Άξια κόρη ικανού πατρός. Απομένει η αναγνωστική απόλαυση κάθε ενός από εσάς, του συνδημιουργού αναγνώστη.