Συμπληρώνοντας το κενό της ψυχής

Η Sarah Butler –γεννημένη στο Μάντσεστερ το 1978– ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στο Λονδίνο. Με το μυθιστόρημά της «Δέκα πράγματα που έμαθα για την αγάπη» κάνει το ντεμπούτο της στον χώρο της λογοτεχνίας και επιλέγει να εξετάσει τη σχέση πατέρα-κόρης.

Η Άλις, η μικρότερη από τρεις αδερφές, επιστρέφει εσπευσμένα στο Λονδίνο από τη Μογγολία, όταν την ειδοποιούν ότι ο πατέρας της είναι ετοιμοθάνατος. Λίγες μέρες αργότερα ο πατέρας πεθαίνει και η Άλις αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει τα πράγματά του και να τακτοποιήσει το σπίτι ώστε να πουληθεί. Μέσα από την οδυνηρή αυτή διαδικασία ξαναζεί στιγμές της παιδικής της ηλικίας, το αίσθημα της απόρριψης που βίωνε από τον πατέρα της, και εν μέρει από τις αδερφές της, έπειτα από τον θάνατο της μητέρας της, την τάση της για φυγή. Παράλληλα, στους δρόμους του Λονδίνου περιπλανιέται ένας ηλικιωμένος άστεγος, ο Ντάνιελ. Ο Ντάνιελ μαζεύει μικροπράγματα και κατασκευάζει μικρά δωράκια για την κόρη που δεν γνώρισε ποτέ και την οποία αναζητά κάθε μέρα. Πληγωμένος από έναν μεγάλο έρωτα που δεν του άφησε περιθώρια επιλογής και βίαια αποκομμένος από την κόρη που θέλει να βρει, ο Ντάνιελ επιβιώνει ελπίζοντας. Οι συνεχείς περιπλανήσεις του και οι τάσεις φυγής της Άλις θα προκαλέσουν τη συνάντησή τους και θα τους βοηθήσουν, αν όχι να βρουν, να αναζητήσουν καινούριες διαδρομές.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και εναλλάσσει τα κεφάλαια με αφηγητές τον Ντάνιελ και την Άλις. Με γλώσσα απλή, καθημερινή και εντάσσοντας τα φλάσμπακ στην κύρια αφήγηση, παρουσιάζει τις ζωές δύο διαφορετικών ανθρώπων εστιάζοντας στις σχέσεις που τους σημάδεψαν. Για τον Ντάνιελ είναι η μυστηριώδης γυναίκα, ο έρωτας της ζωής του, η οποία τον εγκαταλείπει όταν μένει έγκυος και παραμένει στη συζυγική εστία, στερώντας του το δικαίωμα τα γνωρίσει το παιδί του. Για την Άλις είναι ο πατέρας της, τον οποίο ποτέ δεν κατάφερε να πλησιάσει, αφού ένιωθε ότι την κατηγορούσε για κάτι, ενώ δεν κατάφερε να του πει ότι τον αγαπά ούτε λίγο πριν πεθάνει. Το κενό που δημιουργείται στις ψυχές τους αντιμετωπίζεται με τη φυγή. Ο Ντάνιελ εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια να ζήσει μία συμβατική ζωή και επιλέγει τον δρόμο για σπίτι του, ενώ η Άλις, κάθε φορά που αισθάνεται συναισθηματικά πιεσμένη, αγοράζει ένα εισιτήριο για κάποιον μακρινό προορισμό. Η συνάντησή τους δεν οδηγεί στις αποκαλύψεις που περιμένει ο αναγνώστης, αλλά σε ένα ανθρώπινο πλησίασμα, σε μία κατανόηση του κενού που τους καθοδηγεί, σε μία εξερεύνηση της ψυχής τους, αλλά και του Λονδίνου, μιας πόλης φιλόξενης και ταυτόχρονα τρομακτικής, πολύβουης, αλλά και ήρεμης.