Δεν θα αναλωθώ καθόλου στη συγγραφική δεξιότητα του Μάνου Κοντολέων. Δεν έχει νόημα να εκθειάσω τη δεινότητα της γραφής του με το ιδιότυπο ύφος που κυλάει αβίαστα χάρη στην εσωτερικότητα του ρυθμού, σαν εκείνου που πρέπει να διέθεταν τα κείμενα των αρχαίων τραγωδών, τότε που ακόμη οι ψιλές και οι δασείες, τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα διατηρούσαν τους ρόλους τους καθορίζοντας με αυστηρότητα την ακουστική ενός γραπτού.
Γιατί παρά τους αιώνες που έχουν μεσολαβήσει και την αμετροέπεια των αναλυτών και των κριτικών της λογοτεχνίας για τον ορισμό και την ποιότητά της, το αναμφισβήτητο είναι πώς πάντα ένας υπόκωφος εσωτερικός ρυθμός είναι αυτός που αναδεικνύει τη μαγεία των νοημάτων και φωτίζει τις μυστικές πτυχές της συγγραφικής νόησης καθώς αποτυπώνεται μέσα απ’ τους ήχους πρώτα κι έπειτα απ’ τα σημαινόμενα των λέξεων.
Έτσι θα επικεντρωθώ στην ουσία. Στο θέμα. Σ’ ένα θέμα που εδώ και κάμποσα βιβλία του ο Μάνος Κοντολέων αγαπά να περιηγείται. Στους ρόλους, στην οντότητα, τη φωτεινή και τη σκοτεινή, τη σχεδόν μυσταγωγική γυναικεία παρουσία. Στο πλάσμα που μάχεται για τον αυτοπροσδιορισμό του, ανακαλύπτοντας πως χειραφέτηση ακόμη για τη γυναίκα είναι ό,τι οι άντρες της και γενικότερα οι κοινωνίες τής επιτρέπουν να κατακτήσει.
«Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» θα αναφέρει σε κάποια του σελίδα, φευγαλέα μάλιστα, με την ταπεινότητα που τον διακρίνει πάντα στα γραπτά του, δίχως να επιδεικνύει όπως άλλοι τη βαθιά μελέτη που έχει προηγηθεί πριν απ’ το γραπτό του. Η φράση ωστόσο αυτή της Σιμόν Ντε Μποβουάρ πρέπει να αποτέλεσε τον ιδεολογικό άξονα ετούτου του βιβλίου και ταυτόχρονα τον βατήρα εκείνο που εκτόξευσε τη σκέψη του συγγραφέα –του άντρα συγγραφέα και αυτό αποτελεί για τη διεισδυτική συγγραφική ματιά του ακόμη ένα εύσημο– να παραδοθεί μαζί με την ηρωίδα που επινόησε, στην αναζήτηση της γυναικείας ταυτότητας που δεν έχει καμία σχέση με την ψευδεπίγραφη εικόνα της μέσα στα κοινωνικά σχήματα στα οποία είναι ενταγμένη.
Τι είναι γυναίκα λοιπόν αναζητά ο Μάνος Κοντολέων στις 414 σελίδες αυτού του βιβλίου που διαβάζεται απνευστί, απόγευμα καλοκαιριού στη βεράντα, μα επιμένει να ακολουθεί τον αναγνώστη στις συντροφιές και στους περιπάτους του, προκαλώντας τον να δώσει έναν δικό του ορισμό για την έννοια του φύλου και της θηλυκότητας και να απαντήσει στο επίμαχο ερώτημα: πόσα φύλα υπάρχουν εντέλει…
Η ηρωίδα του, η Λία, είναι μια νεαρή γυναίκα του σήμερα. Από μια παραδοσιακή ελληνική μεσοαστική οικογένεια. Με έναν πατέρα που μεριμνά όχι μονάχα για τις υφιστάμενες ανάγκες, μα και για κείνες που ίσως να προκύψουν μελλοντικά. Με δάχτυλα ισχυρά που σφίγγουν σαν μέγγενη τον ώμο της κόρης αφήνοντας τα κόκκινα σημάδια τους κάθε φορά που εκείνη ξεστρατίζει απ’ την ασφάλεια των καθιερωμένων κοινωνικών οδών. Με μια μάνα τρυφερή, θηλυκό παλιάς κοπής, υποταγμένο στα κοινωνικά δεδομένα, που τραγουδάει μπροστά στον νεροχύτη, σαν καρδερίνα στο κλουβί της, κάθε φορά που ζει άλλο ένα ερωτικό μισάωρο πίσω απ’ την κλειστή πόρτα της κάμαράς της, κάτω απ’ το σώμα του άντρα-αφέντη, τον εξουσιαστή του δικού της κορμιού, γνωρίζοντας μονάχα ετούτη την εκδοχή να αυτοδιαθέτει τον εαυτό της. Εξουσιάζεται και της αρέσει. Έτσι διδάχτηκε και το αποδέχτηκε…
Η Λία σπουδάζει οδοντίατρος. Καμάρι του πατέρα με εξαίρεση το μυστικό που εκείνος το ψυχανεμίστηκε νωρίς, πολύ προτού η ίδια καταφέρει να συνειδητοποιήσει τη διαφορετικότητά της από την αποδεκτή κατανομή των έμφυλων ρόλων και των τρόπων που κάθε φύλο, ανάλογα με την κατασκευή του, οφείλει να αναζητά την ηδονή. Γυναίκα μορφωμένη. Καλλιεργημένη. Που σκάβει βαθιά τον εαυτό της ανακαλύπτοντας άλλοτε θησαυρούς ελευθερίας και άλλοτε έχιδνες – ανασφάλειες φωλιασμένες στα όνειρά της που απειλούν αυτοπροσδιορισμό και αυτογνωσία.
Η Λία επομένως διαφέρει. Και αυτή η διαφορετικότητα μες στις σελίδες του βιβλίου την ανάγει σε ένα πρόσωπο τραγικό που προσπαθεί να βρει την κάθαρσή του περνώντας διάφορες σκληρές ψυχολογικές διεργασίες μα και κοινωνικές δοκιμασίες. Γιατί η Λία γνωρίζει πόσο άκαμπτες είναι οι κοινωνίες σε ό,τι ξεφεύγει απ’ τους κανόνες που έχουν διαμορφωθεί.
Η ενοχικότητα, η πάλη για την απελευθέρωση και την αποδοχή της ταυτότητας που το σώμα διαλέγει, το ζήτημα της μητρότητας των γυναικών με ομοφυλοφιλική σεξουαλική προδιάθεση, η κοινωνική αντίδραση και κατακραυγή, ο ενδυματολογικός κώδικας στην έκφραση και ενίσχυση του φύλου μα και ως μεταμφίεση απλώς και συνάμα εξαπάτηση του κοινωνικού περίγυρου, η προσποίηση ενός έμφυλου ρόλου που αδυνατεί κάποιος να υποστηρίξει, οι γονεϊκές αντιστάσεις στην όποια απόκλιση με την επίγνωση των συνεπειών εκείνων των άγραφων νόμων της ανθρώπινης ζούγκλας, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, η αναμέτρηση ανάμεσα σε ό,τι η φύση προστάζει και σ’ εκείνο που η εκάστοτε κοινωνική εξουσία ορίζει, η συμπίεση της σε-ξουαλικής επιθυμίας στα αποδεκτά κοινωνικά καλούπια, τα κατασκευασμένα απ’ τους πολλούς για να επιβάλλονται ακόμη και σ’ αυτούς που διαφέρουν, οι ενδόμυχοι πόλεμοι για μια αμφι-λεγόμενη αξιοπρέπεια, όλα έχουν χωρέσει στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που αποτελεί τε-λικά μια βαθιά λογοτεχνική τομή σε ό,τι έχει να κάνει με την κοινωνική και σεξουαλική ταυτότητα της βιολογικής θηλυκότητας.
Για να καταλήξει εντέλει στο ίδιο συμπέρασμα με την Μποβουάρ, που διαφαίνεται πως τον έχει επηρεάσει: Πως η τυποποιημένη σεξουαλική ταυτότητα της γυναίκας, όπως εξάλλου και του άντρα, δεν είναι κάτι φυσικό και δεδομένο, αλλά κοινωνικό κατασκεύασμα που συντηρεί συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας…
Πως το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο είναι δυο διαφορετικές υποθέσεις με διόλου αυτονόητη τη διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας κάθε ατόμου.
Και πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και οι επιθυμίες του καθενός είναι ένα συνονθύλευμα της βούλησης και της φυσικής ροπής που δεν μπορεί έτσι απλά να τιθασεύεται, να καταδυνα-στεύεται και να κατηγοριοποιείται μέσα σε χοντροκομμένους κοινωνικούς διαχωρισμούς, όπως εμφαντικά είχε τονίσει και ο Φρόιντ.
Ό,τι με αφοσίωση, επιμονή και αυτοθυσία παιδεύτηκε σε όλη της τη ζωή να επισημάνει η Σιμόν ντε Μποβουάρ με τη λογοτεχνία, τη ζωή και τη φιλοσοφία της, την μπολιασμένη με τη θεωρητική βάση των υπαρξιστικών και φεμινιστικών θεωριών με κορυφαία στιγμή της το «Δεύτερο φύλο», ο Μάνος Κοντολέων κατάφερε να το πει με λόγια αυθεντικά και πηγαία σ’ αυτό το βιβλίο που πετυχαίνει το ζητούμενο: να θέσει στον αναγνώστη ερωτήματα ή ακόμη περισσότερο να του γεννήσει ερωτήματα, μυώντας τον σ’ έναν σύγχρονο φιλοσοφικό διάλογο με δίαυλο ένα λογοτεχνικό έργο.
Καθώς η ποιότητα λοιπόν ενός βιβλίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συζητήσεις που αυτό προκαλεί ως αναγνώστης θα αναρωτηθώ:
Πόσες γυναίκες δεν έμαθαν ποτέ τη γλώσσα του κορμιού τους απλώς και μόνο επειδή οι κοινωνίες φρόντισαν να υπνωτίσουν με ενοχές τις αισθήσεις τους;
Και πόσες γυναίκες αιώνες πριν δεν μπήκαν καν στον κόπο να κρατήσουν στα χέρια τους, όπως η ηρωίδα, τη βαθύτερη ταυτότητα του εαυτού τους, εκείνη που δεν καθορίζεται απ’ το φαίνεσθαι του κορμιού μα απ’ το είναι της ψυχής, απλώς και μόνο επειδή τους έδωσαν μια ταυτότητα προκατασκευασμένη και με αυτήν πορεύτηκαν ανύπαρκτες και άγνωστες κατ’ ουσίαν στον χωροχρόνο τους…
Άγνωστες και αόρατες απ’ τον εαυτό τους…
Γεννημένες μα διόλου υπαρκτές.
Με αιτία τον σκοταδισμό, την ενοχικότητα, τη βία και μια ηθική κομμένη και ραμμένη πάνω στον προαιώνιο τρόμο εκείνων που «φοβούνται τη γυναίκα όπως τη νύχτα…»