«Όταν ήμουν νέος, αγωνιζόμουν για να είμαι ο εαυτός μου· τώρα, μου φτάνει να είμαι όπως είμαι»

Ζοζέπ Μαρία Μορρέρες, απόσπασμα από το βιβλίο (σελ.181)

«Ό,τι φοβόμαστε μας χαρίζεται»

Ελέν Σιξού, απόσπασμα από το βιβλίο (σελ. 575)

Ο Καταλανός φιλόλογος, μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος Jaume Cabré i Fabré (Ζάουμε Καμπρέ) γεννήθηκε το 1947 στην Τεράσα της Ισπανίας. Σπούδασε καταλανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και είναι καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Lleida (Λέριδα), μέλος του φιλολογικού τμήματος του ινστιτούτου d’Estudis Catalans και ιδρυτής του καταλανικού λογοτεχνικού συλλόγου Ofèlia Dracs. Το 2014 του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Αγίου Γεωργίου από την περιφερειακή κυβέρνηση της Καταλονίας για τις υπηρεσίες του στα καταλανικά γράμματα και στην καταλανική κουλτούρα. Έχει ταχθεί υπέρ της υπεράσπισης της καταλανικής γλώσσας και του δικαιώματος των Καταλανών να αποσχιστούν από την Ισπανία. Στην πλούσια και ποικίλη εργογραφία του συμπεριλαμβάνονται πέντε διηγηματικές συλλογές, δέκα μυθιστορήματα, δέκα σενάρια τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών, τρία δοκίμια, τρία βιβλία νεανικής λογοτεχνίας και ένα θεατρικό έργο. Το εν λόγω βιβλίο, το οποίο ήταν –σύμφωνα με τον συγγραφέα– αποτέλεσμα μιας μακράς και αργής κυοφορίας οκτώ ετών, μεταφράστηκε σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες, πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως, ενώ τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων τα βραβεία Serra dOr 2012, Maria Àngels Anglada 2012, La tormenta en un Vaso 2012, Crexells 2012 και Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013. Το 2017, στην Ελλάδα τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature 2017 ως το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2016 και, την ίδια χρονιά, ο μεταφραστής τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα για τη μετάφραση από τα καταλανικά.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο ηλικιωμένος και σοβαρά άρρωστος από μια εκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου Αντριά Αρντέβολ ι Μποσκ, μνημονεύει τα παιδικά του χρόνια τη δεκαετία του 1950 στη Βαρκελώνη. Ο αυταρχικός πατέρας του, μανιώδης συλλέκτης και έμπορος σπάνιων χειρόγραφων Φέλιξ Αρντέβολ ι Γκιτέρες με σπουδές στο Παπικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης, δεν αγάπησε ποτέ τον γιο του, ούτε και τη γυναίκα του. Η ανήσυχη αλλά υποταγμένη και διακριτική μητέρα του, Κάρμε Μποσκ, βιβλιοθηκονόμος, παντρεύτηκε στα 22 της χρόνια τον Φέλιξ, που είχε τα διπλά της χρόνια, δεν αγάπησε τον άντρα της, ούτε και τον γιο της. Ο Αντριά θυμάται ότι ποτέ δεν υπήρχε αγάπη στο σπίτι, κι ότι εκείνος δεν ήταν παρά μια συμπτωματική συνέπεια της ζωής των γονιών του. Θυμάται την πιστή υπηρέτρια Ντολόρς Καριό ι Σολεζιμπέρτ ή αλλιώς «Λόλα Σίκα». Στη συνέχεια έρχονται στη μνήμη, η Καρολίνα Αμάτο κι η Ντανιέλα Αμάτο κι ο καλύτερός του φίλος Μπερνάτ Πλένσα ι Πουνσόδα κι η ζωγράφος Σάρα Βόλτες-Εψτέιν. Ο πατέρας του θέλει να κάνει τον μοναχικό, ευφυή, υπάκουο και μελετηρό Αντριά λόγιο πολύγλωσσο με ακαδημαϊκή καριέρα, ενώ η μητέρα του θέλει να τον δει δεξιοτέχνη βιολονίστα. Στο παρελθόν του πρωταγωνιστεί επίσης, το θρυλικό βιολί Βιάλ που φιλοτέχνησε ο ίδιος ο Λορέντζο Στοριόνι. Στην προσπάθειά του να λύσει τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής του –το πρώτο με διαφορά είναι ο πατέρας του και ακολουθεί αυτό της μητέρας του– και έπειτα από ένα τραγικό γεγονός, ο Αντριά θα σπουδάσει Ιστορία των ιδεών στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιστορία του Πολιτισμού στο Τύμπινγκεν της Γερμανίας. Εκεί θα γίνει καθηγητής της Θεωρίας των αισθητικών ρευμάτων και Ιστορίας των ιδεών, διδάκτωρ του πανεπιστημίου και συγγραφέας. Στις θύμησες της οικογενειακής αυτής ιστορίας συνυφαίνονται άρρηκτα τραγικές εποχές της Ευρώπης, όπως η Ιερά Εξέταση, η δικτατορία του Φράνκο, η ναζιστική Γερμανία, με αποκορύφωμα το Άουσβιτς, την ενσάρκωση του κακού.

Το ογκώδες καταλανικό μυθιστόρημα χωρίζεται σε επτά μέρη, τα οποία με τη σειρά τους διαιρούνται σε 59 κεφάλαια που διευκολύνουν αισθητά την αναγνωστική ροή. Ακολουθεί η βοηθητική ονοματολογία των προσώπων του έργου, το κατατοπιστικό παράρτημα και οι επεξηγηματικές σημειώσεις του συγγραφέα.  Το λατινικό ρήμα Confiteor, που σημαίνει ομολογώ, εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, ήταν επιθυμία του συγγραφέα να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος της ελληνικής έκδοσης. Ο αναγνώστης, γοητευμένος από την απαράμιλλη και απρόσκοπτη, τριπλή αφηγηματική υφολογία της ξαφνικής και απροειδοποίητης εναλλαγής από την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση της πλοκής των ηρώων στην τριτοπρόσωπη του συγγραφέα και στις αναδρομές σε απομνημονεύματα με παράλληλες αιφνίδιες μεταβάσεις στον χώρο και στον χρόνο, θα υπεισέλθει κατενθουσιασμένος και συνεπαρμένος στο εγγενές λογοτεχνικό σύμπαν του δημιουργού. Το θαμπωμένο αναγνωστικό κοινό διατηρώντας έναν αργό ρυθμό ανάγνωσης, θα κατανοήσει ευκολότερα την ουσία και θα απολαύσει την αξία κάθε σελίδας και κάθε πρότασης αυτής της αγνής ομορφιάς. Κι όλα τα παραπάνω συνδυασμένα με τις πολλαπλές πλατφόρμες των διαλόγων, τις συνυφασμένες ιστορίες, τα χρονικά πισωγυρίσματα, τις δραστικές αλλαγές του τοπίου και των χαρακτήρων σε έναν σφιχτά δεμένο ρυθμό οξυδερκών ανατροπών και στιλιστικών εκπλήξεων. Μια πραγματικά συγκινητική ιστορία πολλών γενεών, μια λογοτεχνική επένδυση, που με την αποσπασματική και μεταμοντέρνα απεικόνιση της πλοκής θα επηρεάσει βαθιά τον ψυχικό κόσμο και θα αντηχεί για πάντα στο μυαλό και του πιο απαιτητικού αναγνώστη.