Ζώντας στα Εξάρχεια εδώ και τριάντα ένα χρόνια, δεν φαντάστηκα πως η τόσο ζωντανή «καλλιτεχνική» γειτονιά μου θα ήταν τόσο ενδιαφέρουσα όταν τη δεις με την πατίνα του χρόνου κι από απόσταση ασφαλείας. Η καθημερινότητα, ξέρετε, καλύπτει με σκόνη ακόμα και το εξαιρετικό, το καινοφανές, το πρωτότυπο. Φυσικά και δεν είναι τα χρόνια μας τόσο δύσκολα όπως αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ή μήπως είναι;
Αλλά ας βυθιστούμε στις σελίδες αυτού του άκρως ενδιαφέροντος διηγήματος – προσωπικής μαρτυρίας. Ως αντίδοτο στη Λήθη θεωρώ αυτά τα γραπτά που γυρίζουν πίσω για να μηρυκάσουν χωνεμένα και μεταβολισμένα αισθήματα.
Δεν είναι τυχαίο το motto που διαλέγει για το βιβλίο του αυτό ο ισπανιστής συγγραφέας Ρήγας Καππάτος, που γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1934, σπούδασε Φιλολογία (χωρίς να αποφοιτήσει), περιπλανήθηκε στον κόσμο κι έζησε όπως μόνον ένας καλλιτέχνης μπορεί: χωρίς βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις. Ας διαβάσουμε λοιπόν το motto:
Αυτοί που έφυγαν με επισκέπτονται στη θύμηση
Αγαθά φαντάσματα. Με ακολουθούν από δρόμο
Σε δρόμο και σχεδόν μου μιλάνε στη σκέψη.
Αυτή η περιπλάνηση του Ρήγα Καππάτου στα αλησμόνητα μονοπάτια της μνήμης είναι μια ιδιότυπη χωρο-χρονο-τοπιο-βιογραφία. Αποφεύγοντας κοινούς τόπους και φωτίζοντας με το δικό του ιριδίζον πρίσμα πρόσωπα πρωταγωνιστικά αλλά και δευτεραγωνιστικά της πολιτιστικής ζωής του τόπου φιλοτεχνεί μια μυθοπλαστική αυτοβιογραφία του χώρου και του χρόνου στον οποίο ανδρώθηκε, ωρίμασε και ναυπήγησε το καράβι της ζωής του.
Πέρα από το όποιο «εκτόπισμα», τα ίχνη που αφήνει στον «επαρκή αναγνώστη» αυτή η λελογισμένη και δομημένη «πελαγοδρομία» χαράσσονται βαθιά, αφού αρύονται από τα συλλογικά νερά του ανθρώπινου υπο-συνείδητου αλλά και της συλλογικής συνειδητότητας. Ετούτη η ισομοιρασμένη, δίστηλη ισορροπία, προδίδει μια ζωή βιωμένη, εμπειρία κατακτημένη και κερδισμένη, αποτυπωμένη και χρηστική γνώση της Αρμονίας, των αναλογιών και της μαθηματικής «χρυσής τομής», που όσο «αυθόρμητα» και «φυσιολογικά» αναδύεται τόσο μεγαλύτερη αισθητική ηδονή προσφέρει.
Αυτό που θέλω λοιπόν να πω είναι πως, αν παρακάμψουμε ασφαλώς τις μονομερείς, προσωπικές, υποκειμενικές πολιτικές θέσεις του συγγραφέα, η απολαυστική ανάγνωση αυτού του τόμου αποκαλύπτει στον αναγνώστη αλλά και στον συγγραφέα μία τοπιο-χρονο-αυτοβιογραφία αποκαθαρμένη από την «αισιοδοξία της ανάμνησης» (για να θυμηθούμε τον Ευάγγελο Παπανούτσο). Είναι διάχυτος κι εξαίρετος ο ρεαλισμός της αφήγησης. Δεν διαπίστωσα ίχνη ρομαντικά, ωραιοποιητικά ή αγιογραφικά. Όλοι και όλα παρουσιάζονται σαν φαντάσματα μιας εποχής που δεν ήταν και τόσο ειδυλλιακή ή απαλλαγμένη από προβλήματα. Το αντίθετο. Τονίζονται συνέχεια από τον συγγραφέα η φτώχεια, η ανέχεια, η δυσχέρεια πρόσβασης στη Γνώση. Αυτή η ανάγλυφη αναπαράσταση εγείρει κι εντείνει την ενσυναίσθηση κολακεύοντας την αντίληψη του αναγνώστη, που νιώθει πιο προνομιούχος από τους προγενέστερους (ακόμα και μέσα στην παρούσα Κρίση, την οποία διανύουμε εκόντες-άκοντες, «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά», όπως διατυμπανίζει η λαϊκή θυμοσοφία, που επαληθεύεται σε καθημερινή βάση).
Ο αναγνώστης λοιπόν βρίσκει πολλά «πατήματα» να σταθεί, να αφουγκραστεί, να διαλογιστεί, να γνωρίσει ή να νοσταλγήσει τη δική του παιδική-εφηβική-νεανική και ώριμη ηλικία.
Αυτό το «Χρονικό των Εξαρχείων» είναι ένας υβριδικός δραματικός μονόλογος κι ο υπότιτλος «Μια ταβέρνα-σκηνή θεάτρου» δείχνει αμιγώς τις προθέσεις του συγγραφέα. Η σύγχρονη ποίηση, συναντά την κινηματογραφική εικονοπλασία, το θέατρο, την αφήγηση και τη ρητορική δεινότητα των λαϊκών παραμυθάδων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό το αμάλγαμα συνθέτει ένα τυπωμένο «σώμα» που ανήκει στα Εξάρχεια, όπως το διαχειρίστηκε το μνημονικό κι η τέχνη του Ρήγα Καππάτου.
Βιβλίο που αξίζει να μελετηθεί, να διαβαστεί, να το διατρέξει κανείς αποσπασματικά ή και γραμμικά. Ενδιαφέρει σίγουρα το κοινό (το ευρύ κοινό) και θα μπει εξάπαντος στους πάγκους των ευπώλητων δοκιμίων [γιατί περί αυτού πρόκειται – αν θέλουμε οπωσδήποτε να το κατατάξουμε κάπου]. Η πλατεία των Εξαρχείων έχει αποκτήσει ούτως ή άλλως τη δική της οντότητα, με ειδική, αναγνωρίσιμη μυθολογία και διόλου ευκαταφρόνητο εκτόπισμα στην πνευματική ζωή του τόπου μας, ως κυψέλη καλλιτεχνών, στον αντίποδα της πλατείας Κολωνακίου.