“Η Επέλαση των Βαρβάρων”

Με εξώφυλλο το «Μάθημα Ανατομίας» του Ρέμπραντ, ο Δημήτρης Γκιώνης – Συγγραφέας και Δημοσιογράφος- βάζει τον ήρωά του, ένα οδοντίατρο ονόματι Άρης Πονόδοντος, να μείνει στο  Νοσοκομείο, για περίπου μία εβδομάδα, με σκοπό να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης προστάτη.
Από το δωμάτιό του  παρελαύνουν, συγγενείς, φίλοι ,συγχωριανοί, οι διπλανοί ασθενείς και οι συγγενής τους, εισβάλλοντας  όχι   μόνο στο δωμάτιο του, αλλά  και  στην ίδια του την ζωή, δημιουργώντας κωμικοτραγικά γεγονότα και συζητήσεις. Θέματα συζήτησης ανάλογα με την προέλευσή τους. Το χωριό, η ξενιτιά, η πολιτική, η Θρησκεία  η αθωότητα και η αγνότητα των παιδικών αναμνήσεων, μακρινοί και κοντινοί συγγενείς, φίλοι που τυχαία το έμαθαν  και ήρθαν.

Ο Δημήτρης Γκιώνης  στο δωμάτιο ενός ‘απροστάτευτου’ ασθενή και χωρίς προστάτη  λειτουργεί  σαν εκτυπωτής  που τυπώνει το πρόσωπο της κοινωνίας μας σήμερα. Με σφικτά δεμένους  διάλογους με καθαρά ανδρική γραφή και ματιά, ξεκινά  με δεδομένο πως οι άντρες είναι θύματα των γυναικών, τις οποίες θεωρεί υπεύθυνες και για τα λάθος βιβλία που  φέρουν σε έναν ασθενή. Κρατά ζωντανό το κείμενο, με απλές καθημερινές εκφράσεις και ενδιαφέρουσες  συζητήσεις, βάζοντας  στο τέλος της πρότασης το όνομα? σαν δήλωση, σαν υπογραφή του ομιλούντος και παίζει  άλλοτε με την ανατροπή και άλλοτε  με την σύγκρουση της λογικής με το παράλογο παράγοντας χιούμορ  αβίαστα ξεκαρδιστικό. «Μη ξυπνάς ποτέ μια γυναίκα που κοιμάται, εις βάρος σου θα είναι» λεει και η γιαγιά που κοιμάται στις καρέκλες του διπλανού κρεβατιού ξυπνά και  γεμίζει τη ζωή της  και το δωμάτιο, με τηλεόραση. Εκτοξευμένη στο περιθώριο της ζωής, γίνεται έρμαιο της  και της ζωής των αστέρων της, αφού δική της, δεν έχει. Γι αυτό προτιμά ένα άλλο κόσμο, γυάλινο.

Ένα  σύνολο επισκεπτών και  αταίριαστων ζευγαριών, σαν κύματα  μπαίνουν  και βγαίνουν στο δωμάτιο. Επισκέπτες και ασθενείς κάνουν‘socializing’, δίνουν κάρτες παίρνουν τηλέφωνα, ανταλλάσσουν υποσχέσεις «Θα βρεθούμε», που δεν τηρούνται ποτέ. ‘Άλλοι πάλι  προβάλλοντας τη γονεϊκή τους ιδιότητα, μέσα από παράλληλη συναλλαγή  εκθέτουν πεπαλαιωμένες απόψεις  συγκρίνοντας εποχές και παραμένοντας σταθερά στατικοί. Οι συγγενείς, πηγαίνουν στο  νοσοκομείο για να λύσουν δικά τους ζητήματα και  αρχίζουν, “η κόρη σου”, “η μάνα σου”, “ο θείος σου” και “γενικώς και όλο σου το σόι”. Στο νοσοκομείο όλοι βρίσκουν χρόνο να τα πουν, βυθισμένοι  όμως  στα δικά τους προβλήματα  η επίσκεψη στο νοσοκομείο τους βγάζει από το σπίτι όχι όμως από τον εαυτό τους. Πάνε και φεύγουν, μόλις έχουν κάτι να κάνουν. Μια  ανθρώπινη σκυταλοδρομία ταλαιπωρεί τον ασθενή και δημιουργεί, το αδιαχώρητο  έτσι όπως ακριβώς γίνεται και  στη ζωή. Έρχονται στιγμές που ενώ είναι για εσένα εκεί που είσαι, εσύ, δεν χωράς.
Ενώ λυτρωτικό εμφανίζεται το χιούμορ, ξορκίζοντας το κακό.
«Πεθαίνουν οι νεκροθάφτες; Αρρωσταίνουν οι γιατροί;».
Και τέλος  φιλοσοφεί. « Ο Θεός δεν ρωτά».

Με τρυφερότητα τονίζει ο συγγραφέα μια ιδιαίτερη θηλυκή σχέση  για κάθε άνδρα και  είναι αυτή που έχει ένας πατέρας με  την κόρη του. Έτσι του επιτρέπεται  να   παρεμβαίνει στη ζωή της, το « η μάνα σου» ακούγεται σαν μουσική υπόκρουση,  ενώ συμβουλεύει, πιέζοντας,  «παντρέψου και κάντο από έρωτα». Και όταν έχουν όλοι δώσει το παρόν, έρχεται η στιγμή του απολογισμού της ζωής με τις  ανατροπές, που  η μοίρα, ορίζει. Δεν διαλέγουμε  τίποτα. Όλα είναι προεπιλεγμένα.« Αλλά τι ανάγκη έχουμε εμείς  καλά να είμαστε», ακούγεται σαν επωδός, σαν ξόρκι.

Στο τέλος προβάλλει η  ισχυρή επιθυμία του ανθρώπου για ζωή. Και ζωή σημαίνει έρωτας. Το μόνο αντίδοτο.
Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο ευχάριστο, μεστό και  ακτινογραφικό βιβλίο.