Χωρίς ασπίδα, χωρίς στέγη, αλλά με σθένος
Η Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ είναι μια κοινωνικά ευαισθητοποιημένη συγγραφέας που όχι μόνο δεν διστάζει, αλλά μάλλον επιδιώκει να εκφράσει τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της μέσα από τη λογοτεχνική της δημιουργία. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, το 1998, ίδρυσε τον θεσμό του βραβείου Bellwether το οποίο βραβεύει πρωτοεμφανιζόμενη κοινωνικά ευαισθητοποιημένη λογοτεχνία. Φυσικά, η συγκεκριμένη θεματολογία δεν θα μπορούσε να λείπει από το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της με τον τίτλο «Χωρίς ασπίδα» (Unsheltered, 2018), με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπόθεση εκτυλίσσεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το 2016, λίγο πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, και στο 1870, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
«Η πιο απλή λύση θα ήταν να το γκρεμίσουμε. Το σπίτι είναι ερείπιο»: με αυτά τα λόγια ενός εργολάβου ανοίγει η ιστορία και η Γουίλα Νοξ νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της, καθώς η μοναδική στέγη που έχει η οικογένειά της φαίνεται ότι είναι υπό κατάρρευση και τα απαραίτητα χρήματα για τη διάσωση του σπιτιού δεν υπάρχουν. Η ίδια έχει μόλις μείνει άνεργη, αφού το περιοδικό στο οποίο αρθρογραφούσε έκλεισε ξαφνικά, ενώ ο σύζυγός της, ο Γιάννος, αναγκάζεται να συμβιβαστεί με μία προσωρινή σύμβαση στο πανεπιστήμιο της Φιλαδέλφειας. Δεν έχουν, όμως, να σκεφτούν μόνο τον εαυτό τους, αλλά και όσους εξαρτώνται από αυτούς: τον άρρωστο και επιθετικό πατέρα του Γιάννου, την 26χρονη κόρη τους, μια μικροκαμωμένη αλλά γεμάτη δύναμη επαναστάτρια, τον γιο της Ζικ, η σύντροφος του οποίου αυτοκτονεί ξαφνικά και τον αφήνει μόνο του με ένα νεογέννητο. Όλοι αυτοί θα βρεθούν κάτω από την ετοιμόρροπη στέγη του σπιτιού στο Βάινλαντ. Η μόνη τους σωτηρία είναι να καταφέρει η Γουίλα να αποδείξει ότι το σπίτι της έχει ιστορική αξία για την πόλη ώστε να λάβει τις επιχορηγήσεις που θα εξασφαλίσουν τη συντήρησή του. Με τη βοήθεια του ιστορικού της πόλης ανακαλύπτει ότι σε αυτό το σπίτι, πριν από περίπου 150 χρόνια, κατοικούσε ο 30χρονος καθηγητής Φυσικών Επιστημών Θάτσερ Γκρίνγουντ, ο οποίος αντιμετώπιζε τα δικά του προβλήματα. Παντρεμένος με μία κοπέλα που ενδιαφερόταν μόνο για τις ανέσεις και την κοινωνική άνοδο, κάτοικος ενός σπιτιού που δείχνει τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης και αναγκασμένος να διδάσκει φυσική σε ένα σχολείο που βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο ενός συντηρητικού και αυταρχικού διευθυντή, ο Θάτσερ έρχεται αντιμέτωπος με την υποκρισία της τοπικής κοινωνίας που άκριτα υποτάσσεται στη θέληση και στις τυχοδιωκτικές ορέξεις του κυβερνήτη της. Οι απρόσμενες φιλίες που θα δημιουργήσει με τη Μαίρη Τριτ, μια ερασιτέχνη φυσιοδίφη που διατηρούσε αλληλογραφία με τους σημαντικότερους επιστήμονες της εποχής, συμπεριλαμβανομένου του Κάρολου Δαρβίνου, και με έναν δυναμικό δημοσιογράφο αποφασισμένο να ξεσκεπάσει την υποκρισία του κυβερνήτη και της πόλης, του δίνουν τη δύναμη να υψώσει το ανάστημά του και να υπερασπιστεί την επιστημονική αλήθεια.
Αυτές οι δύο παράλληλες ιστορίες που εκτυλίσσονται σε εναλλασσόμενα κεφάλαια, στον ίδιο χώρο, αλλά με απόσταση ενάμιση αιώνα κρύβουν ουσιαστικά πολλές ομοιότητες. Το σπίτι, έτερος πρωταγωνιστής του βιβλίου και κοινός παρονομαστής των δύο ιστοριών, καταρρέει και γύρω του φαίνεται και η κατάρρευση των κοινωνιών: ο λαϊκισμός και η απόπειρα χειραγώγησης του κόσμου από κυβερνώντες ή από μεγιστάνες που κυνηγούν την εξουσία, ο συντηρητισμός και η αδυναμία αποδοχής νέων καταστάσεων, η σταδιακή καταστροφή του περιβάλλοντος για την εξασφάλιση του κέρδους φαίνονται να είναι κοινά προβλήματα και στις δύο χρονικές περιόδους. Η Γουίλα και ο Θάτσερ ορισμένες φορές, φαίνονται να παλεύουν ενάντια σε όλους, να απελπίζονται στιγμιαία μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουν ότι θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να επιβιώσουν. Τα ηθικά διλήμματα, οι οικογενειακές συγκρούσεις και οι κοινωνικές απογοητεύσεις παρουσιάζονται μέσα από μια βαθιά ανθρώπινη αφήγηση, που αναδεικνύει την απελπισία και, ταυτόχρονα, την επιμονή του ανθρώπου σε μια κοινωνία που από νωρίς έχει αποδείξει ότι το «αμερικανικό όνειρο» μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε «αμερικανικό εφιάλτη». Η απόγνωση και το χιούμορ εναλλάσσονται, ακριβώς όπως στην καθημερινότητά μας και καθιστούν το μυθιστόρημα ένα ανάγνωσμα απροσδόκητα οικείο, σα να το βιώνει ο ίδιος ο αναγνώστης.
Το «Χωρίς ασπίδα» είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, τροφή για σκέψη, για τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε και τις οποίες διαμορφώνουμε κι εμείς οι ίδιοι με την ανοχή ή την αδιαφορία μας. Το στοίχημα είναι η επιμονή, το σθένος ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και, με κόπο σίγουρα, να αλλάξουμε κάτι, έστω και αν είναι η στέγη ενός σπιτιού που καταρρέει.