Όταν το Χόλιγουντ γνώρισε τον Χανκ
Οι εποχές της άγριας χαράς, του μεθυσιού, των οργιαστικών νυκτών, της άλογης κραιπάλης και των «ιζημάτων» (η μια καταιγίδα πάνω στην άλλη), κράτησαν κοντά πενήντα χρόνια για τον καταραμένο ποιητή του Λος Άντζελες, Τσαρλς Μπουκόβσκι. Εκεί γύρω στα 60 κάτι γνώρισε τη Λίντα Λι, μια θεραπαινίδα που δεν κατατρυχόταν από την τρέλα των άλλων γυναικών που για χρόνια τον τρυγούσαν ανελέητα. Δεν του έκοψε όλες τις έξεις, ούτε κι ο ίδιος άλλωστε επιθυμούσε να αποχωριστεί την αιθυλική μαγεία και το πάντρεμά της με την τυπωμένη λέξη, χτυπώντας τα πλήκτρα της γραφομηχανής σαν να μην υπήρχε αύριο, σαν να κλωτσούσε τον κύριο Θάνατο, χτυπώντας, εντέλει, το αίμα στις φλέβες του. Ο Χανκ κούλαρε, αλλά δεν κατέβασε τα όπλα. Μπορεί και ο ίδιος να κατανόησε πως η ρώμη της νιότης έφυγε ανεπιστρεπτί και καμία παράνοια δεν μπορεί να επαναληφθεί, ωστόσο μέσα του ο βαθύς πυρήνας που τον διαμόρφωσε, ως άνθρωπο και δημιουργό, παρέμεινε ενεργός και φλογώδης. Συνέχισε να πίνει, να χτυπάει τις λέξεις, να κάνει σλάλομ στο χείλος της Κόλασης, αλλά πλέον με μιαν επίγνωση ότι το παιχνίδι κερδίζεται για λίγο και ότι η τελική ήττα κάποια στιγμή πλησιάζει. Εκείνη την περίοδο της συνειδητοποίησης ήρθε η περιβόητη πρόταση από το Χόλιγουντ. Ο σκηνοθέτης Μπάρμπετ Σρέντερ, μια περσόνα με τα δικά της σκοτάδια, του πρότεινε να γράψει ένα σενάριο το οποίο ουσιαστικά θα πατάει στα διηγήματα, τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Τουτέστιν, να μεταφέρει στο πανί την εποχή της άγριας νιότης του, ακόμη και αν δεν γνωρίζει τις τεχνικές του κινηματογράφου. Σημειωτέον ότι ο έμπιστος φίλος του, από τους λίγους που είχε εν ζωή, ο συγγραφέας Τζον Φάντε, έζησε πολλά χρόνια μέσα στο ηφαίστειο των κινηματογραφικών στούντιο γράφοντας σενάρια με το κομμάτι. Κι όμως, ο Τσαρλς ήταν πάντα μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ακόμη και όταν είπε το μεγάλο «ναι» και συγχρωτίστηκε με σκηνοθέτες, παραγωγούς και ηθοποιούς το έκανε με τους δικούς του όρους. Το «Χόλιγουντ» δεν είναι τίποτα άλλο από ένα «πίσω από τις κάμερες» μυθιστόρημα. Θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ακόμη και αυτόνομα από την ταινία, καθώς οι κραδασμοί της γραφής του Μπουκόβσκι είναι ευδιάκριτοι κι εδώ όπως και στα άλλα βιβλία του που κινούνταν πάντα στον ενδιάμεσο χώρο της μυθοπλασίας και της αυτοβιογραφίας (αυτοβιολογίας;).
Φυσικά δεν περιμένει κανείς να διαβάσει σε αυτό το βιβλίο ύμνους για τη Μέκκα του κινηματογράφου, ούτε σκηνές λατρείας για τους μεγάλους σταρ (εν προκειμένω τον Μίκι Ρουρκ και τη Φέι Ντάναγουεϊ που πρωταγωνίστησαν στο Barfly, οι οποίοι στο μυθιστόρημα εμφανίζονται με ψευδώνυμα όπως και οι λοιποί συντελεστές) και ούτε ακκισμούς του συγγραφέα για το γεγονός ότι μπήκε για τα καλά στο ρουθούνι του μεγάλου κόσμου. Ο Μπουκόφσκι παραμένει πάντα ένας ενεργός δολιοφθορέας του τελειωμένου κόσμου που τον περιβάλλει με αχαλίνωτο τρόπο. Γράφει για τα μύρια όσα προβλήματα αντιμετώπισε η ταινία για να γυριστεί, με τους παραγωγούς να απορρίπτουν το σενάριο κι άλλους που να θέλουν να το γυρίσουν, αλλά ξαφνικά να ξεμένουν από χρήματα. Η ταινία ξεκίνησε και σταμάτησε ουκ ολίγες φορές. Κι όταν ξεκινούσε πάντα κάποιο πρόβλημα εμφανιζόταν. Άλλοτε ένα εξωγενές πρόβλημα ή ατυχία κι άλλοτε το σταριλίκι του Ρουρκ ή της Ντάναγουεϊ. Ο Σρέντερ, μια κλασική περίπτωση υψιπετούς καλλιτέχνη που μπρος στην τέχνη του δεν έδινε σημασία σε… λεπτομέρειες, απείλησε τους παραγωγούς ακόμη και να κόψει τα δάχτυλα των χεριών του για να τους πείσει να δώσουν χρήματα. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν είχε παρέμβει ο «πολύς» Φράνσις Φορντ Κόπολα, η ταινία δεν θα είχε φτάσει ποτέ στις αίθουσες. Πολλώ δε μάλλον στις ξακουστές Κάννες.
Για τον Μπουκόβσκι η ταινία δεν λειτούργησε ως ένα «λιπαντικό» για την τσέπη του. Κάτι που θα του απέφερε μια καινούργια BMW ή αρκετές κούτες καλού κρασιού, αλλά και ως memento, καθώς έβλεπε οπτικοποιημένη πλέον και από απόσταση τη δική του ζωή αρκετές δεκαετίες πιο πριν. Και πάλι, όμως, αυτό το déjà vu δεν απέκτησε μέσα του την αίγλη μιας συναισθηματικής υπενθύμισης, αλλά λειτούργησε ως ακίδα που του τρυπούσε τα γέρικα πλευρά του. Πώς ήταν, πώς έγινε και πόσο αναλλοίωτος έμεινε διαβαίνοντας τις φλόγες δίχως παπούτσια. Ο Μπουκ πέρασε μέσα από την Κόλαση δίχως να χάσει την ψυχή του. Τη στιγμή που όλα έδειχναν πως δεν πρόκειται να του μείνει ικμάδα ανθρωπιάς. Το ανθρωπομάνι που πέρασε από πάνω του σαν οδοστρωτήρας μπορεί κάποια στιγμή να τον λύγισε, εντούτοις δεν τον νίκησε. Το ποτό, το γράψιμο και ο τζόγος απέκτησαν γι’ αυτόν την έννοια της ασπίδας απέναντι στο σκληρό πετσί της καθημερινότητας. Το γεγονός ότι ο Μπουκόβσκι, αν είχε κάποιες σποραδικές προτάσεις, δεν ασχολήθηκε ξανά με τον κινηματογράφο, δείχνει πως δεν δελεάστηκε από τα φώτα της ράμπας και δεν απέκτησε στα στερνά του άλλη αντίληψη για τη ζωή και το γράψιμο. Έμεινε έως το τέλος ένας μοναχικός λύκος απόλυτα ταυτισμένος με τους δαίμονες που κάθονταν στο σβέρκο του. Ούτε παραδόθηκε, ούτε υπέκυψε, ούτε άφησε εκατοστό από τη γραμμή άμυνας που είχε θέσει μεταξύ του εαυτού του και του πλήθους. Από το βιβλίο περνούν όλοι οι χρυσοκάνθαροι του Χόλιγουντ. Ψωνισμένοι, φαντασιόπληκτοι, ημίτρελοι, κομπιναδόροι και βεντέτες αντάμα με τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Χέλμουτ Νιούτον και κάμποσους άλλους αστέρες της εποχής. Η αποδομητική γλώσσα του Μπουκόβσκι δεν αφήνει κανέναν σε χλωρό κλαρί. Ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Άλλωστε, αυτός υπήρχε πραγματικά μόνο τις στιγμές του μεθυσιού, όταν πάλευε με τον Όλεθρο σαν ίσος προς ίσο και όταν χτυπούσε με μανία τη γραφομηχανή του.
Η συγκεκριμένη έκδοση, είχε προηγηθεί πριν από πολλά χρόνια εκείνη των εκδόσεων Απόπειρα, συμπληρώνεται από το καίριο επίγραμμα του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη, ο οποίος υπογράφει και την εκλεκτή μετάφραση του βιβλίου.