”Τόλμη όσο ποτέ άλλοτε, σπατάλη όσο ποτέ άλλοτε”

”Ανάσαινε γράμματα, έτρωγε γράμματα, ονειρευόταν γράμματα”, έχει ειπωθεί για τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ (1885-1972). Και, πράγματι, ήταν ένας αφοσιωμένος ιεραπόστολος της ποίησης με τεράστια και διαχρονική επιρροή: όχι μόνο με τα περίφημα Cantos – το πιο γνωστό, επικών διαστάσεων, ποιητικό του έργο, αλλά και με τα μεταφραστικά και κριτικά έργα του. Η λογοτεχνική ιστορία του εικοστού αιώνα είναι αδιανόητη χωρίς τον Πάουντ, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός.

Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος της τέχνης, κατέληξε φυλακισμένος επί 25 μέρες σε ένα κλουβί από τα αμερικανικά στρατεύματα στην Ιταλία, με την κατηγορία της προδοσίας, ενώ στη συνέχεια κλείστηκε για δώδεκα χρόνια σε ψυχιατρείο – και χρειάστηκαν τεράστιες πιέσεις από μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας για να απελευθερωθεί και να παραμείνει ηθελημένα βουβός έως το θάνατό του. Οι κατηγορίες εναντίον του δεν ήταν αβάσιμες: υπήρξε αντισημίτης και υποστήριξε ενεργά το καθεστώς του Μουσολίνι. Πράγματι, ο Πάουντ βρέθηκε πολιτικά στη λάθος πλευρά και το πλήρωσε με την ψυχολογική και πνευματική του εξόντωση από τους νικητές – την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ έδιναν καταφύγιο σε επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς και ήταν συνυπεύθυνοι για τα εγκλήματά του.

Θεώρησα χρήσιμη την παραπάνω μικρή εισαγωγή, που φωτίζει κάπως τη ζωή και το έργο του ποιητή, πριν μιλήσω για το παρόν έργο. Το 1920, ενώ ζούσε στο Λονδίνο, ο Πάουντ δημιουργεί μια ποιητική περσόνα, έναν ηδονιστή εστέτ, που τον βαφτίζει με ένα πομπώδες, υπερβολικά ”εγγλέζικο” όνομα – έτσι γεννήθηκε ο ”Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ”. Πρόκειται για μια ακολουθία δεκαοκτώ ποιημάτων, χωρισμένη σε δύο μέρη, που λειτουργεί ποιητικά και νοηματικά σε πολλαπλά επίπεδα: είναι ένας επιτάφιος που συνέθεσε ο ίδιος ο Πάουντ για τον εαυτό του, μια παρωδία του εαυτού του μέσω της περσόνας του Μώμπερλυ, μια σάτιρα των καλλιτεχνικών συνθηκών της εποχής αλλά και μια πολιτική καταγγελία ενάντια στη θυσία χιλιάδων νέων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο ”Μώμπερλυ”, που θεωρείται μαζί με την ”Έρημη χώρα” του Έλιοτ (την τελική μορφή της οποίας επιμελήθηκε ο Πάουντ) το μανιφέστο του μοντερνισμού, αποτελεί ένα συγκροτημένο και τεχνικά άρτιο ποιητικό έργο, ένα ποιητικό αρχιτεκτόνημα δομημένο αριστουργηματικά από το δημιουργό του – όσο για την αισθητική του, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αποτελεί τον ορισμό της λέξης. Η παρούσα δίγλωσση έκδοση στα ελληνικά, σε μια εξαιρετική μετάφραση από τον Χάρη Βλαβιανό που έχει γράψει επίσης την εισαγωγή και τα σχόλια, συμπληρώνεται από φωτογραφικό υλικό και ένα CD, όπου ο ίδιος ο Πάουντ απαγγέλλει το ποίημα.

Τέλος, θα ήθελα να κλείσω αυτή την προσπάθεια παρουσίασης ενός τόσο σημαντικού έργου, αποτολμώντας τη δική μου ”ανάγνωση” του ποιήματος: ο ”Μώμπερλυ” (και διαμέσου της μάσκας, ο Πάουντ) πίσω από το αποστασιοποιημένο και ψυχρό ύφος, τον κυνισμό και την αυστηρότητα με την οποία κρίνει το ανθρώπινο είδος και την ποιότητα του ”πολιτισμού” του, αφήνει να φανεί μια καρδιά που φλέγεται από έρωτα για το ωραίο και το υψηλό, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Και με κάθε σεβασμό προς εκείνους που έχουν αρτιότερες από εμένα γνώσεις της λογοτεχνίας, εκτιμώ ότι ο Πάουντ, αν και μοντερνιστής, υπήρξε βαθύτατα ρομαντικός ως προς το αίσθημα της ποίησής του. Γι’ αυτό, όπως όλοι οι ρομαντικοί, έζησε ακραία. Γι’ αυτό και το έργο του ή το λατρεύεις ή το μισείς – μέση λύση δεν υπάρχει…