Το δράμα ενός κόσμου που τελειώνει

Λεπταίσθητος, ρεαλιστής με βαθιές εκρήξεις ποιητικότητας, υφολογικά “καθαρός” και εξ ανάγκης κοσμοπολίτης, ο Γιόζεφ Ροτ, αποτελεί μια ιδιαίτερη φιγούρα –καθ’ όλα ευδιάκριτη-, στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Γεννημένος στα τέλη του 19ου αιώνα στο Μπρόντι της Γαλικίας, βίωσε με πανοραμικό βλέμμα την καίρια μετάβαση από την ευζωία των “κλειστών” κοινωνιών της κεντρικής Ευρώπης, στη βαθιά μελαγχολία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον ιδιαίτερο “ηλεκτρισμό” του Μεσοπολέμου και συνακόλουθα στη βροντώδη κατάρρευση των παραδεδεγμένων αξιών.

Η δημοσιογραφική του ιδιότητα προσέδωσε στο έργο του εκείνη την πραγματιστική ενότητα καταγραφής μιας άκρως μεταλλασσόμενης καθημερινότητας που, σε συνδυασμό με τις επιρροές του από τον ψυχολογικό ρεαλισμό των Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι κ.ά., δημιούργησαν ένα λογοτεχνικό έργο με αξία και δυναμική.

Το έσχατο έργο του “Χίλιες και δύο νύχτες”, δεν είναι τίποτα άλλο από την ιμπρεσιονιστική καταγραφή της κατάρρευσης του ανθρώπου (στα τέλη του 19ου αιώνα) και την ανάδυση ενός βαθύτατου υπαρξιακού κενού.

Όλα ξεκινούν με μια αχλή παραμυθιού και καταλήγουν με δράμα και ανοιχτή πληγή. Διατρέχοντας το βιβλίο αντιλαμβάνεσαι τη σταδιακή “χρωματική” αλλαγή στην παλέτα των συναισθημάτων. Από τις απαλές ενότητες της εισαγωγής, που έχουν έντονα το στοιχείο της αραβικής παραμυθίας, καταλήγεις “σύγκορμος” σε έναν κόσμο που θυμίζει έντονα Τσβάιχ, Μούζιλ, Μπροχ και φυσικά Ροτ.

Κι όλα αρχίζουν κάπως έτσι: ο Σάχης της Περσίας αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι μέχρι τη μακρινή Βιέννη, για να ρίξει λίγο… αλατοπίπερο στην πληκτική ζωή του. Εντυπωσιασμένος από την ιδιαίτερη ομορφιά μιας κυρίας της υψηλής κοινωνίας, ζητάει να την αποκτήσει παντί τρόπω. Οι τοπικές αρχές τον παραπλανούν στέλνοντάς του μια πόρνη που μοιάζει στο αντικείμενο του πόθου του. Το παιχνίδι της παραπλάνησης αναλαμβάνει ο ίλαρχος Τάιτινγκερ που συνδέεται με τη συγκεκριμένη γυναίκα, καθώς έχει αποκτήσει μαζί της ένα εξώγαμο παιδί. Φευ, ο Σάχης εντυπωσιασμένος χαρίζει στην πόρνη ένα διαμαντένιο περιδέραιο το οποίο από αναπάντεχο δώρο θα γίνει κύρια πηγή παθών και συμφορών.

Ένα γαϊτανάκι αλληλοεπιδράσεων, ανάμεσα σε πρωταγωνιστές και κάμποσους δευτερεύοντες χαρακτήρες, θα αρχίσει να αναπτύσσεται γύρω από τον κεντρικό πυρήνα του μυθιστορήματος. Ο αφασικός, σχεδόν ανηδονικός Τάιτινγκερ θα δει κατά πρόσωπο το αδιέξοδο της ζωής να τον πνίγει. Εξ ου και η “τελική λύση” της αυτοχειρίας του είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Η Μίτσι (η πόρνη του μυθιστορήματος) φυλακίζεται, ο γιος της καταλήγει ένας αλητάκος δίχως μέλλον, η προαγωγός της Γιοζεφίνε Μάτσνερ πεθαίνει με το… οξύ της απληστίας στην καρδιά. Ουδείς μένει ανέπαφος στις “Χίλιες και δύο νύχτες”. Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο εμβριθής αρχιευνούχος του Σάχη, “οι απογοητεύσεις κοστίζουν”. Μα ακόμα και η θυμόσοφη εκτίμησή του για τον κόσμο “όλα αλλάζουν και όλα μένουν τα ίδια”, δείχνει να λαμβάνει χαρακτήρα προμηνύματος. Η Αυστρουγγαρία χάνει την κυριαρχία της, η μακαριότητα της ειρηνικής ζωής δίνει τη σκυτάλη σε μια γκρίζα υπνοβασία, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έρχεται πλησίστιος. Όλα αλλάζουν και όλα μένουν τα ίδια.

Ο Ροτ δουλεύει μαεστρικά: δεν γράφει ένα δεύτερο “Εμβατήριο Ραντέτσκι” (έτσι κι αλλιώς είναι αξεπέραστο), αλλά προσφέρει ένα μυθιστόρημα που δεν καταγράφει απλώς, αλλά βυθοσκοπεί τις ψυχές των σκιών που κάποτε ήταν άνθρωποι. Σκιές, που στο τέλος του βιβλίου κλείνουν με μια πικρή διαπίστωση: «Θέλουν τέρατα. Τέρατα θέλουν!».

Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα βοηθάει να αναδυθεί η παλλόμενη γλώσσα του Γιόζεφ Ροτ με τρόπο απόλυτα συμβατό.