Οι Έλληνες έχουν το μεταφυσικό και την Ποίηση στις φλέβες τους, ακόμα κι όταν γράφουν πεζογραφία, ειδικά όταν είναι και εικαστικοί όπως ο Γιώργος Μανιατάκης, με την έντονη θεατρικότητα στην πανοραμική, κινηματογραφική θα έλεγα έκφρασή του. Εξηγούμαι. Κάπου ανάμεσα στη σκοτεινιά των βορειοευρωπαϊκών λαών και στη φωτεινότητα του τόπου μας, που καταντάει σχεδόν εφιαλτική, αφού δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα υπό τον μεσογειακόν ήλιον, όσο κι αν καταφεύγεις μέσα σε αυτή τη λαμπρότητα σα σε σπηλιά θαλασσινή, φυλακωπή ανοικτή στον ουρανό, νομίζοντας πως μπορείς να απολαύσεις τον έρωτά σου μακριά από τα μάτια του κόσμου, είναι όμως εκείνη η αφεύγατη Αλήθεια εκεί και σε προδίδει…

Παιχνίδια με τη μνήμη, συλλογική κι ατομική, μετωνυμίες και μεταφορές, το δέντρο αντί του δάσους, το μέρος αντί του όλου και μια έντονη ποιητικότητα φυγής, από εκείνες τις αποδράσεις που σε ταξιδεύουν με την ανάγνωση της μεταβατικής λογοτεχνίας ανάμεσα στο Γνωστό και στο Άπειρο, στο Επιστητό και στο Ασύλληπτο, στο ωραίο και στο  μοιραίο, στο φευγαλέο και στο Αφεύγατο…

Ναι, είν’ αλήθεια και το ομολογώ πως γοητεύτηκα από αυτή την υψηλής διαλογικότητος παλιομοδίτικη αφήγηση, που αν είχε και εμβριθή επιστημονικότητα και μεγαλύτερη αληθοφάνεια θα έλεγα πως είναι και διαχρονική, ενώ τώρα απλώς αντανακλά τα σκοτεινιασμένα μας μυαλά στον καιρό της Κρίσης που όσο πάει και βαθαίνει, συμπαρασύροντας υπο-στρώματα γαιώδη και σφριγηλά μετατρέποντάς σε θρυπτά και πορώδη. Και μιλώ φυσικά για το συλλογικό πανανθρώπινο α-συνείδητο, για τη θολούρα εκείνη του βάλτου, για τη σκοτεινιά του κρασιού πριν κατακαθίσει το σώσμα στο δρύινο βαρέλι…

Ζούμε εποχές μεγάλης αγωνίας που απορρέει από την απότομη μετάβαση σε μια ανώτερη δόνηση της Γαίας, από την επιστροφή της στη θηλυκή, ειρηνική ενέργεια της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, όπου ο νεραϊδόκοσμος, τα τελώνια και τα εξωτικά, οι υλοποιημένοι άγγελοι ή δαίμονες, τα στοιχειά είναι μέρος αναπόσπαστο της «πραγματικότητας», έτσι τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται το δεξί «παράλογο» ημισφαίριο του εγκεφάλου για τους δεξιόχειρες. Ετούτη η «μαγική» αντίληψη της Ζωής είναι πανάρχαια κι υπηρετήθηκε από την Τέχνη συνεχώς κι αδιαλείπτως από τα σπήλαια μέχρι και σήμερα… χωμένοι στις τεχνολογικές ψηφιακές φωλιές μας δεν πετάμε ποτέ έξω από το καβούκι μας, δεν υπερβαίνουμε τα όριά μας, παρά μόνον όταν επιθυμούμε χαλαρώς να θρέψουμε τα μικρά μας, όσο κι αν εκείνα λιμοκτονούν χρονίως.

Η αγάπη είναι το ζητούμενο κάτω από τις γραμμές αυτού του ελλειπτικού κατά τα άλλα, παρά την άκρατη πολυλογία του, πονήματος. Η αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, του Έτερου, αλλά κι η παραδοχή του Πόνου, του Θανάτου, του Τέλους, όχι ως άρνηση του επιγείου θαύματος αλλά ως επικύρωση κι επιβεβαίωσή του. Αν δεν ήταν τόσο σημαντική η χθόνια χαρμολύπη δεν θα κάναμε τόση μα τόση φασαρία από φόβο γενετήσιο, αρχετυπικό σχεδόν, μην τύχει και τη χάσουμε…

Ο αλκοολισμός, η Τρέλα, η Αμνησία, η ενασχόληση με την Τέχνη… όλ’ αυτά τα παυσίλυπα και παυσίπονα ένα και μόνο δείχνουν: την προσωρινή μας αδυναμία (ως ανθρώπινον είδος) να αντιληφθούμε και να αποδεχθούμε το Άγνωστο, το Άφατο κι Άρρητο, τις φοβερές εκείνες δυνάμεις που δρουν με μυστικό τρόπο έξω μας, αλλά κυρίως, μέσα μας προκαλώντας ασύλληπτο τρόμο. Κι ο προσφορότερος τρόπος να τον ξορκίσουμε είναι διά της γραφής και της Τέχνης γενικότερα.

Αυτό ποιεί περιπαθώς ο Γιώργος Μανιατάκης, ποιητικά θερμός κι εικαστικά θεατρικός, χωρίς την απαραίτητη αποστασιοποίηση όμως, ικανή κι αναγκαία συνθήκη προκειμένου να δούμε για λίγο –έστω– «από μακριά» κι «απ’ έξω» την ανθρώπινη συνθήκη ως παγκόσμιο μωσαϊκό, ως ιστό της Πηνελόπης, του οποίου αγνοούμε έστω κι ένα μόνο μοτίβο. Δυστυχώς τα fractals από τα οποία είναι δομημένο το μηχανιστικό διαγωνίως επαναλαμβανόμενο σύμπαν της γειτονιάς μας μόνο παρατηρώντας τη Φύση και τα φαινόμενα μπορούμε να τα ψυχανεμιστούμε. Η Λογοτεχνία είναι μια ακόμα μέθοδος, ειδικά όταν δίνει τόπο και χρόνο στο λεγόμενο «μεταφυσικό» και περιθώριο για την έκφραση «πνευμάτων», έστω και με το πρόσχημα του οινοπνεύματος, της άνοιας ή ενός βαριού μετατραυματικού σοκ που προέρχεται από έναν ή περισσότερους θανάτους που δεν ξεχνιούνται ακόμα κι αν περάσουν είκοσι χρόνια. Τελικά, τίποτα δεν λησμονούμε. Όσο κι αν το προσπαθήσουμε, αν το παλέψουμε σκληρά. Ειδικά τότε…

Υβριδικό και καθαρόαιμο, παλιομοδίτικο και σύγχρονο, φλύαρο κι ελλειπτικό, καλοζυγιασμένο και άνισο, αυτό το δραματικό κινηματογραφικό (της γαλλικής ή σκανδιναβικής «σχολής») αφήγημα διά χειρός του εικαστικού Γιώργου Μανιατάκη, που άφησε την εικοσιτετράωρη ενασχόληση με τα πινέλα για να επιδοθεί (και) στη Λογοτεχνία από το 2012 κι εντεύθεν.

Μα τι παθαίνουν όλοι με τη γραφή; Τι ζόρι τραβάνε; Η εικόνα ίσον χίλιες λέξεις και η μουσική ίσον εκατομμύρια εικόνες. Τα προγλωσσικά στάδια της ανθρώπινης εγκεφαλικής δραστηριότητας είναι κι αυτά που επιβιώνουν και λειτουργούν ευστοχότερα προϊούσης της ηλικίας και της υγροποιήσεως του μυαλού. Εγώ, αν ήμουνα ζωγράφος δεν θα καταπιανόμουνα ποτέ με τη μυθοπλασία, ίσως με κάποια γνωμικά, αφορισμούς ή –έστω– με τα πάντα περιττά απομνημονεύματα, ακόμα κι αν αντικατοπτρίζουν τις μακροσκοπικές αλλαγές μιας ολόκληρης εποχής. Κι αυτό μην το πάρετε σαν έμμεση (αρνητική) κριτική για το εν λόγω βιβλίο. Αν ήθελα να πω κάτι τέτοιο θα το έκανα ευθέως. Είναι ίδιον του χαρακτήρος μου για όσους με ξέρουν. Όχι. Ο Γιώργος Μανιατάκης φτιάχνει ένα μάλλον εύπεπτο, δυνάμει ευπώλητο μυθιστόρημα του συρμού με εκλαϊκευμένη μεταφυσική που βυθίζει τις ρίζες της στη δημοτική μας παράδοση και στη νεοελληνική λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα… Κι αυτή είναι, εν κατακλείδι, η κριτική μου.