Η Πέρσα Κουμούτση ήρθε στην Ελλάδα αφού τελείωσε τις σπουδές της στο Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο Καΐρου. Τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση, ενώ από το 1993 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Εκτός από έργα αγγλόφωνων συγγραφέων, έχει μεταφράσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Αιγύπτιου νομπελίστα λογοτέχνη Ναγκίμπ Μαχφούζ από τα αραβικά, καθώς και έργα άλλων Αράβων, όπως και αραβική ποίηση. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγεται και η μετάφραση του Κορανίου, ενώ το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Το 2006 το αιγυπτιακό κράτος της απένειμε μετάλλιο τιμής για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής και αραβικής λογοτεχνίας γενικότερα. Άλλα μυθιστορήματά της είναι «Δυτικά του Νείλου» και «Καφέ Κλεμέντε». Κεντρικό θέμα των μυθιστορημάτων της είναι ο έρωτας στην κορύφωσή του αλλά και στην επερχόμενη ματαίωσή του. Ο ρεαλισμός αντιμάχεται τον έρωτα και τελικά η κυριαρχία του είναι καταλυτική.
Το μυθιστόρημα «Χάρτινες Ζωές» προβάλλει και αποτυπώνει την έννοια του έρωτα από την οπτική τριών γυναικών, της γιαγιάς, της μητέρας και της κόρης, οι οποίες τυχαίνει να είναι αποδέκτες παρόμοιων βιωμάτων και εμπειριών. Μας δίνονται οι εκφάνσεις του έρωτα όπως βιώνεται από γυναίκες τριών διαφορετικών γενεών. Στη Μικρά Ασία η γιαγιά Μαριάνθη ερωτεύεται έναν στρατιώτη που λιποτακτεί από τον στρατό και δημιουργεί σχέση πάθους μαζί της με απόληξη την εγκυμοσύνη. Όμως ο στρατιώτης την εγκαταλείπει και η Μικρασιατική καταστροφή την ξεριζώνει από τα πάτρια εδάφη. Καταλήγει στην Ελλάδα και συμβιβάζεται να παντρευτεί κάποιον που δεν τον αγαπάει. Ζει μαζί του υπομονετικά με το όνειρο της επιστροφής του πρώτου της έρωτα. Έπεται η ιστορία της κόρης της, της Μέλπως, που ζει στην εποχή του εμφυλίου πολέμου. Συντρόφισσα στον αγώνα με τον Βαγγέλη, θα σχετισθεί σεξουαλικά μαζί του χωρίς να τον ερωτευτεί ποτέ. Φυλακίζεται, ένας από τους φύλακές της αποπειράται να τη βιάσει, τον σκοτώνει, και με τη βοήθεια του Βαγγέλη καταφεύγει στη Σοβιετική Ένωση και αποκτά νέο όνομα, Βικτώρια. Θα παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και θα ερωτευτεί τον καθηγητή της με τον οποίο θα αναπτύξει μια θυελλώδη ερωτική σχέση που έχει απόληξη μια εγκυμοσύνη. Όμως η σχέση θα διακοπεί. Επιστρέφει στην Ελλάδα και παντρεύεται χωρίς να είναι ερωτευμένη. Το μόνο που της μένει είναι μια ανάμνηση ευτυχίας. Μετά τη γέννηση της Ανθής θα ακολουθήσει η τραγωδία. Η τρίτη ιστορία είναι αυτή της Ανθής. Η Ανθή ερωτεύεται τον καθηγητή της στο πανεπιστήμιο, όπως και η μητέρα της, αλλά η σχέση τους δεν έχει ευτυχή κατάληξη. Οδηγείται σε έναν γάμο από ανάγκη και από απελπισία.
Η συγγραφέας αφηγείται με λογοτεχνική άνεση τα γεγονότα με τη χρονική τους αλληλουχία. Διεισδύει στις λεπτές αποχρώσεις της ψυχολογικής διάθεσης των ηρωίδων και μας παρουσιάζει την έννοια του έρωτα και των εκφάνσεών του με τη ματιά τριών γυναικών διαφορετικών γενεών. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, παρ’ όλο που οι ηρωίδες ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές, βιώνουν σχεδόν επαναλαμβανόμενες ζωές μέσα στο χρόνο, κι αυτό γιατί στην ουσία η γυναίκα στον πυρήνα της δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Ο τίτλος του μυθιστορήματος αναφέρεται στις ζωές των γυναικών που μπήκαν στο περιθώριο και έχουν μείνει από αυτές μόνο οι σκόρπιες αναμνήσεις. Γενικότερα προβάλλεται η γυναίκα ως φορέας ιδεών και συναισθημάτων και κατά πόσο οι συνθήκες και οι κοινωνικές συμβάσεις επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής της.