Βράδυ, σε μια ακτή του Μαρόκου. Έξι άνδρες, ο Αλγερινός Κασέμ Ντζουντί, ο Παφαντνάμ και ο Γιαρσέ από το Μάλι, ο Γιουσέφ, ο Ρεντά και ο αφηγητής, καθώς και η νεαρή Νουαρά με το λίγων μηνών μωρό της, περιμένουν να έρθει το σινιάλο από το ισπανικό αλιευτικό που θα τους οδηγήσει στο στενό του Γιβραλτάρ για να περάσουν στην Ευρώπη. Στην άκρη στέκει ο διακινητής, σιωπηλός, τυλιγμένος στην πράσινη νιτσεράδα του.

Χαρράγκα, όπως διαβάζουμε στο «αυτί «του βιβλίου, είναι μια αραβική λέξη που χρησιμοποιείται στην Αλγερία για τους πρόσφυγες και μετανάστες που προσπαθούν να φθάσουν στην Ευρώπη με βάρκα και καίνε τα χαρτιά τους μόλις φθάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος ή τα πετάνε στη θάλασσα ή τα αφήνουν σε όσους μένουν πίσω για να τα καταστρέψουν όταν καταφέρουν να μεταναστεύσουν και να πάρουν άσυλο.

Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία. Κι ενώ περιμένουν, προσπαθώντας να μείνουν απαρατήρητοι, τρέφοντας μες στην καρδιά τους το όνειρο μιας καλύτερης ζωής, μαθαίνουμε λίγα πράγματα για τη ζωή τους και πώς οδηγήθηκαν σε αυτή την απόφαση. Σημαντικό ρόλο παίζει και ένα πρόσωπο που δεν εμφανίζεται, είναι αυτός, όμως, που τα έχει οργανώσει όλα: ο Μοράντ, ή Μομό, ο «Απελαθείς της Ευρώπης», που δεν μπορεί ο ίδιος πλέον να επιχειρήσει το ταξίδι, αλλά κανονίζει την αναχώρησή τους με τον διακινητή – αφού πρώτα, βέβαια, διευθετηθεί το οικονομικό. Συνήθως, τα χρήματα που χρειάζονται γι΄αυτό το επικίνδυνο από κάθε άποψη ταξίδι είναι οι οικονομίες μιας ζωής  και το αντίτιμο πολύ σκληρό.

«Μια ώρα ακόμη πριν ριχτούμε τυφλά στη μεγάλη περιπέτεια∙ να τρυπώσεις μαλακά σε μια άλλη μοίρα, να ντυθείς και να συμπορευτείς με τις μέρες, για να ξαναγεννηθείς καλύτερα κάπου αλλού, ν΄αλλάξεις πετσί, αέρα, όλα να ξαναρχίσουν από το μηδέν. Μια ώρα ακόμη για να ξαναφέρω στη μνήμη μου όλα τα λασπωμένα ενθύμια∙ να διώξω τις μνήμες της αχυρόλασπης στις τρώγλες, να λησμονήσω τα στέρφα χωράφια, τη ζωή που προσπαθούμε να καταφέρουμε, μακριά από την ένδεια και την απόγνωση» (σελ.109-110).

Ο νεαρός αφηγητής στέκεται πλάι στον αδύναμο εξάδελφό του, τον, νεαρό επίσης  Ρεντά. Αντλεί δύναμη από τα χρόνια που έζησε στο «Φυτώριο της Βελονιάς», υπό την προστασία της (καθολικής μοναχής) αδελφής Μπενεντίκτ, ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του μακριά από την  πολυμελή και μάλλον δυσλειτουργική οικογένειά του. Ένας άλλος φωτεινός φάρος για τον Αζούζ ήταν ο παππούς του, που διέφερε από τους υπόλοιπους συγχωριανούς  κι ας ήταν κι αυτός αγράμματος.

Με ελεγχόμενο συναίσθημα, κινηματογραφικού τύπου πλοκή που στηρίζεται σε φλας μπακ και στη σταδιακή αποκάλυψη λεπτομερειών για τον κύριο ήρωα, ο Μαχί Μπινμπίν φτιάχνει μια ιστορία που μιλάει για την ανθρώπινη επιθυμία για μια καλύτερη ζωή  –και  από αυτή την άποψη, ο ελληνικός τίτλος (πρωτότυπος τίτλος: Cannibales)  ίσως την αδικεί, γιατί, κατά τη γνώμη μας, δεν μιλάει μόνο για τη μετανάστευση όπως έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να αναφερόμαστε σε αυτήν.

Ο Μαχί Μπινμπίν γεννήθηκε το 1959 στο Μαρακές. Σπούδασε μαθηματικά στο Παρίσι, αλλά στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική. Το πρώτο του μυθιστόρημα Le sommeil de lesclave (Ο ύπνος του σκλάβου, 1992) βραβεύτηκε με το Prix Méditerranée. Το 2010, Τα Αστέρια του Σίντι Μπουμέν (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το 2016) τιμήθηκαν με το βραβείο του καλύτερου αραβικού μυθιστορήματος.