Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού

Ό Χάρης ανακαλύπτει κρυμμένο κάτω από ένα γεφυράκι στο δρόμο του για το σχολείο τον Φάρις, ένα κακομοιριασμένο αγοράκι, πρόσφυγα πολέμου.

Η αφήγηση είναι του μικρού Χάρη. Η συγγραφέας έχει καταφέρει να δει την προσφυγιά ενός παιδιού μέσα από το βλέμμα επίσης ενός παιδιού, γι’ αυτό και η αφήγηση είναι αφοπλιστική, αθώα, κοφτή, αληθινή. Αγγίζει χωρίς δισταγμό το πρόβλημα και από τις δυο πλευρές – εκείνη του πρόσφυγα κι εκείνη των ανθρώπων της χώρας όπου καταφεύγει. Πάντα όμως με τη λογική ενός παιδιού κι αυτό είναι που κάνει την ιστορία να ξεχωρίζει – η λογική ενός παιδιού είναι πάντα ανώτερη από αυτήν ενός ενήλικα.

«Το κουδούνι χτυπάει. Σχολάμε. Προχωράω προς τη γέφυρα όλο περιέργεια. Το κουβάρι, το παιδί θέλω να πω, είναι ακόμα εκεί. Με έναν πήδο βρίσκομαι δίπλα στο ρυάκι. Περπατάω προς το μέρος του γρήγορα. Το ξανασκέφτομαι. Κόβω ταχύτητα. Μήπως να βγάλω το σπαθί μου; Μπορεί να είναι αντίπαλος πολεμιστής. Πού ξέρω; Θέλει προσοχή. Δεν πρέπει να πλησιάζω «αγνώστους». Ακόμη κι αν είναι παιδιά. Και αυτό δε μοιάζει με τα παιδιά που ξέρω… το δέρμα του είναι σκούρο σαν της Ναζάρ… αλλά είναι βρόμικο, πολύ βρόμικο… και τα ρούχα του είναι παλιά και σκισμένα… λες να πάλευε κι αυτό με δράκους; Το πρόσωπό του είναι σκοτεινό σαν τη νύχτα που πέφτει στο χωριό και τρομάζει τους ξένους. Κι αυτό ξένο θα ʾναι. Δεν το έχω ξαναδεί στα μέρη μας… Με βλέπει. Τώρα έγινε μικρό σαν μπάλα. Μα τι φοβάται; Εμένα;»(σελ. 13)