«Θυμήθηκε πως το κεχριμπάρι είναι το ρετσίνι κάποιων κωνοφόρων δέντρων το οποίο έχει απολιθωθεί. Τα δέντρα που το γέννησαν με την πάροδο του χρόνου χάθηκαν, βυθίστηκαν στη γη ή κάτω απ’ το νερό. Και εκεί, αξιοποιώντας τις κατάλληλες θερμοκρασίες και τις υψηλές πιέσεις, το ρετσίνι μεταλλάχτηκε, αναμορφώθηκε, προόδευσε ώσπου έγινε απολίθωμα. Και τελικά κάποια στιγμή αναδύθηκε και πάλι στην επιφάνεια, αντίκρισε το φως του ήλιου κι έλαμψε σαν κάποιο ανυπολόγιστο δώρο της γης στους ανθρώπους» (σελ. 84)
Ο Δημήτρης Αντωνίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1979 όπου και διαμένει. Νουβέλες και διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα, όπως «Ιστορίες του χειμώνα», Παράξενες μέρες 2014, «Ιστορίες στα Όρια», Παράξενες Μέρες 2015, «Θεσσαλονίκη: Απίθανες Ιστορίες της πόλης μας», iWrite 2015.
Το βιβλίο αποτελείται από μια σειρά αλληλένδετων ιστοριών που βρίσκουν την εκκίνησή τους στον θάνατο ενός τυχαίου ηλικιωμένου ο οποίος την ώρα που λιποθυμά κρατάει στο χέρι του ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι. Αυτό σπάει και οι πολύτιμες χάντρες του σκορπίζονται άτακτα στον δρόμο ακολουθώντας η καθεμιά τη δική της πορεία όπως θα συμβεί αργότερα με τους νέους κατόχους τους. Οι ήρωες των ιστοριών τυγχάνει και βρίσκονται την ώρα εκείνη στο σημείο αυτό ορμώμενοι από την ευκαιρία να κρατήσουν μια χάντρα από το διαλυμένο κεχριμπαρένιο κομπολόι. Παρακολουθούμε την προσωπική ιστορία του κάθε ήρωα με αφορμή την κεχριμπαρένια χάντρα που βρίσκεται στου καθενός τα χέρια. Χάντρες πολύτιμες όπως και η ζωή των ηρώων που έρχονται αντιμέτωποι με διάφορες ευφρόσυνες και μη καταστάσεις. Άλλοι είναι εσωστρεφείς, άλλοι εξωστρεφείς, άλλοι απόμακροι, άλλοι ρεαλιστές. Ένας πιτσιρικάς, ένας άνεργος, ένας νεαρός άντρας που καταλήγει στο νοσοκομείο, ένας γείτονας, και γενικότερα περαστικοί και γείτονες συναντιούνται την ώρα που το κεχριμπαρένιο κομπολόι διαλύεται, ανακτούν μια χάντρα και η ζωή και η μοίρα τους από κει και πέρα αλλάζει. Το κοινό σημείο των ηρώων είναι ότι δεν σταματούν να επιδιώκουν την αλλαγή και την εξέλιξη, την ενδοσκόπηση και την ποιότητα στη ζωή τους εμφορούμενοι από ιδέες και αρχές όπως ο αλτρουισμός, ο σεβασμός, το καθήκον. («Έναν κόσμο όπου όλη η ομορφιά του χτίζεται μονάχα μες στην καρδιά μας, και σ’ εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που μπορούν να μας κάνουν χαρούμενους, ασχέτως από το πού βρισκόμαστε ή τι επιδιώξεις έχουμε απ’ τη ζωή ή τα δεινά που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε», σελ. 230).
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη τα οποία αλληλοσυνδέονται. Έχουν ως συνδετικό κρίκο τις χάντρες από κεχριμπάρι ή τη συνάντηση παλιών συμμαθητών ή έναν μοναχικό σαξοφωνίστα. Οι ήρωες και των τριών μερών αλληλοεπιδρούν και αποκαλύπτει ο καθένας τον δικό του κόσμο, τη δική του μοναδική ιστορία. Ο τρόπος γραφής του συγγραφέα είναι στοχαστικός χωρίς όμως να κουράζει τον αναγνώστη. Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και διακατέχεται από μια τάση για φιλοσοφική αναζήτηση. Δεν υπάρχουν υπερβολές ούτε στιγμές που ο συγγραφέας «χάνει» τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη των ιστοριών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η ανάγνωση κυλά εύκολα και απολαυστικά χωρίς κενά, χωρίς υπερβολές και χωρίς τίποτα περιττό. Οι ιστορίες είναι σφιχτά δεμένες μεταξύ τους όπως οι χάντρες του κομπολογιού.