Ποιητικές ιστορίες, κινηματογραφικά παραμύθια, ζωντανεμένοι πίνακες λαϊκής ζωγραφικής ενός πολιτισμού χαμένου στις στάχτες της Ιστορίας.
Η ποιήτρια και ζωγράφος, κόρη του Νάνου Βαλαωρίτη, μουσικός της γραφής και ιριδίζουσα χρώματα, σε διονυσιακούς ρυθμούς με απολλώνιες εκλάμψεις, περιηγείται, χάριν αισθητικής ηδονής, στο πανανθρώπινο δάσος της επιθυμίας….
Οραματικός ποιητικός πυρετός τη διακατέχει. Ο μυστικισμός της απόκρυφος και φανερός συνάμα, πρόδηλος, τόσο που καθίσταται αμφίβολος η αποκωδικοποίησή του. Παλίμψηστος λόγος υποκρύπτει παλίνδρομα συναισθήματα, παλινωδίες ψυχής που δεν έχει βρει τον προορισμό της ανάμεσα στους δύο κόσμους: «Και πέταξα με τα μαβιά φτερά μου πέρα μες στη νύχτα / Ξεφεύγοντας από τα ρίγη της ζωής και της μετά ζωής. // Αυτό που γνώριζα ήταν πέρα από καθετί / Στον άλλο κόσμο όπου οι σκιές μιλούν με άλλες φωνές μελωδικές…» (σελ. 7).
Ουδεμία επιθυμία θανάτου διακατέχει την εικαστικό ποιήτρια. Είναι προσηλωμένη στο τώρα με τη συγκέντρωση μιας πεταλούδας που νοιάζεται για το μετά μόνον αν είναι σε απόσταση αναπνοής κι ευωδιάζει.
Οι θηριώδεις γάτες του «ώριμου Γκόγια» από το Μουσείο Πράδο δεν βρυχώνται αλλά «λένε προσευχές» (σελ. 8). Ουδείς τρόμος υπαρξιακός ή άλλος στη θεματική της ποιήτριας Κατερίνας Βαλαωρίτη. Μόνον ο φιλοπαίγμων εμπαιγμός των λογικών συμβάσεων, η φιλοπερίεργος ανασύνθεσις ενός κόσμου που δεν συνάδει με τα όνειρά μας, αλλά δεν θα θέλαμε να πάμε και κάπου αλλού. Μόνο στον ύπνο αναζητούμε την προσωρινή απόδραση, το παροδικό φευγιό από τον κάματο και ξανά προς το πέταγμα τραβά η ψυχή μας….
Κινηματογραφική αφηγηματικότητα με χρώματα συμπληρωματικά ή αντίθετα, λες και ξεπήδησαν μέσα από τους πίνακες τού Θεόφιλου.
Ζωγραφικότητα περιγραφής ένεκα και χάριν.
Ενορατική ευφυΐα.
Πίνακες και ποίηση όροι ενιαίοι κι αδιαίρετοι εταίροι του «Ολικού καλλιτεχνήματος» (Gesamtkunstwerk) προς το οποίο οδεύει και «είναι» η Κατερίνα Βαλαωρίτη. Μερικοί άνθρωποι είναι τυχεροί γιατί βιώνουν από μικροί το προνόμιο της ύπαρξης έχοντας ακούσει τις ομηρικές συνθήκες χωρίς μπαμπάκια στ’ αυτιά και λυτοί, μακριά από το κατάρτι της καταδυναστευτικής «λογικής».
Η αρχετυπική φιγούρα του πατέρα-ποιητή διαφαίνεται αχνά στο ποίημα «Ο Ποταμός» (σελ. 9-10) ως θεός: «Κι ένας γέρος με μακριά λευκή γενειάδα / Απήγγειλε ποιήματα / Που γίνονταν ρήσεις μαγικές / Δίπλα σε ένα τζάκι…».
Παραδείσια ευτυχία που και μόνο να τη φανταστείς αρκεί, φτάνει για μια ζωή.