«Μη ξεχάσεις μόνο αυτό που ξέρεις και τώρα: ότι δεν υπάρχει καμία ασφάλεια. Όσο πιο σύντομα απαλλαγείς οριστικά από αυτές τις δοξασίες, τόσο πιο πολύ θα απολαύσεις πραγματικά τη ζωή σου. Θυμήσου ότι η ασφάλεια δεν υπάρχει στη φύση. Είναι μια δεισιδαιμονία…». «Η ζωή όμως είναι πάντα μπροστά. Η στιγμή, η μέρα λοιπόν και η ιερότητά της».

Το θεϊκό παρόν, αγνοημένο κατ’ εξακολούθηση και σε βάθος χρόνου. Το παραπλανημένο παρόν, με όλες τις αυταπάτες, τις σιγουριές, τις ματαιώσεις, το αίμα και το μακελειό που κουβαλά στα εκατό τελευταία χρόνια ιστορίας. Μέσα από πέντε γενιές και μια οικογένεια, η άνοδος και η πτώση μας. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η χούντα και η μεταπολίτευση, η χρηματιστηριακή φούσκα, η κρίση και η μετανάστευση, διπλή, αυτή του προπάππου κάποτε και του δισέγγονού του κατόπιν, με άλλα ζητούμενα, άλλα κρατούμενα, συνθήκες και συγκυρίες άλλες.

Στο καινούργιο πολυσέλιδο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη «Χαμαιλέοντες» που ξεκινά όπως τελειώνει, σαν ουροβόρος όφις, ο Παναγιώτης που φεύγει και ο Pani ο δισέγγονός του που επιστρέφει, με κινηματογραφικό και διπλό τρόπο, ως παρατηρητής και ταυτοχρόνως και το αντικείμενο παρατήρησης, είναι εκείνο το έμβρυο κάποτε στην κοιλιά της μάνας του, η πορεία των ηρώων ταυτίζεται –και πώς θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά, απαιτούνται τεράστιες αντιστάσεις–, με την πορεία της χώρας.

Ο προ-προπάππος του Παναγιώτης ξενιτεύεται, αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδί. Ο προπάππος του Λεωνίδας Πέτρου, επιζών του Εμφυλίου, παντρεύεται τη Μέλπω, δηλαδή ταξικά τον εχθρό του. Ο Παναγιώτης που θα γεννηθεί θα μάθει να επιβιώνει. Παντός καιρού και πάσης συνθήκης. Θα παντρευτεί, θα κάνει έναν γιο, θα ξεπουλήσει τους πάντες και τα πάντα, θα συνεργαστεί εν πλήρη αθωότητι, έτσι κάνουν όλοι, έτσι μετάφρασε το μήνυμα του πατέρα του «να επιβιώσει», θα αποτελέσει το ζωντανό παράδειγμα της χρηματιστηριακής μεταπολιτευτικής φούσκας, αποτελώντας τη φούσκα που αυτοκαταστρέφεται στο τέλος κι ο ίδιος. Θα αναλωθεί και θα αλωθεί, θύμα και θύτης της χαμαιλεοντικής λογικής της εποχής του, της εποχής μας. Θα γεννήσει ό,τι γεννήσαμε: τον Λεωνίδα, δηλαδή εκείνον που αμφισβητεί και τον Θανάση, μποντιμπιλντερά λαϊκοεθνικιστή πατριώτη. Θα φορτωθεί μέσα από ένα γράμμα ένα κρίμα που τελικά τον εκδικήθηκε, θα χρειαστεί να επαληθεύσει το «Θεώρημα» του Παζολίνι.

Το οικογενειακό νήμα θα συνεχίζει ο γιος του στην Αμερική, βαδίζοντας επάνω στου προπάππου τα ίχνη. Ο Pani, που θα τερματίσει στο βιβλίο, φυσικά θα είναι ο δικός του γιος που επιστρέφει…

Στο μεταξύ, και μέσα από την οικογένεια ως αρχετυπικό και πρωτογενές κοινωνικό κύτταρο, έχουν συμβεί, θα συμβούν τα πάντα: στο πρώτο ζευγάρι Παναγιώτη-Χαρούλας, το αναμενόμενο, ο ξενιτεμένος Παναγιώτης στην Αμερική θα κάνει κι άλλη οικογένεια. Στο δεύτερο, Λεωνίδα και Μέλπως, η υπέρβαση της εμφυλιοπολεμικής λογικής με όλο το κόστος. Στο τρίτο, Παναγιώτη και Νίκης, η μάταιη ελπίδα, θα χρειαστεί να την ξεπουλήσει για να πάει παρακάτω, με την Κέλλυ η κοινωνική σύμβαση, αντιθέτως, θα κρατήσει μέχρι το τέλος. Στο τέταρτο, ο Λεωνίδας κι η Σκάιλερ παρά την Τζέιν ίσως αντέξουν μέχρι το τέλος. Ο Pani που επιστρέφει παραμένει ως παιδί πάντοτε ολάνοιχτος στο ενδεχόμενο.

Στο μεταξύ και ανάμεσα στις ζωές τους, εκτός από «τον εθνικό διχασμό, την έλλειψη κάθε προοπτικής και την κατάρα της χώρας» όπως έγραφε στην Κατοχή ο παππούς Pani, επανέρχεται με την κρίση, μαζί με όλα όσα συμβαίνουν στην ανθρωπογεωγραφία αυτής της χώρας: το στίγμα μιας οικογένειας για την κόκκινη Μέλπω, η δίψα αναρρίχησης, η διαφήμιση και ο καταναλωτισμός, ο κομματικός καιροσκοπισμός, η ατομικιστική λογική, η νοοτροπία του νικητή-πάση-θυσία και ο χαμαιλεοντισμός μιας ολόκληρης χώρας. Η αρχιτεκτονική και ο κινηματογράφος που ερμηνεύει και συμβολίζει, μεγάλη αγάπη και οι σπουδές εξάλλου του συγγραφέα, ένας χρησμός, μια αρρώστια, πέντε επιστολές, εκ των οποίων οι δύο προς τον μελλοντικό εαυτό του ήρωα.

Και μέσα σε όλα αυτά και «η ελεύθερη βούληση», αυτό που μας έδωσε ο Θεός ή η ζωή και μας στέρησε η μεταπολιτευτική Ελλάδα. Λες και το ψυχικό ξεπούλημα ή η συμπόρευση και η επιτυχία, πάση θυσία, να ήταν μονόδρομος.

Δικλείδα ασφαλείας, «μια αναπάντεχη διάγνωση π.χ. (που) ανατρέπει τα πάντα. Ένα κύτταρο που τρελάθηκε, ένα χρωμόσωμα που στράβωσε» και που θα αποτελέσει και τη δεύτερη μεγάλη ευκαιρία. Την απόδειξη ότι στην εξίσωση της ζωής τίποτε δεν είναι δεδομένο και αυτονόητο, ο γκρεμός που σε κάνει ταυτόχρονα να πιστέψεις ότι μπορεί σε προσωπικό επίπεδο και να κάνεις το άλμα.

Ερμηνευτικοί κώδικες του βιβλίου, η κινηματογραφική δομή του, συχνά σαν σκηνές βωβού κινηματογράφου, με διαλόγους από το θέατρο του παραλόγου, η επιστολογραφία, κάθε γράμμα είναι ταυτόχρονα κι ένας γρίφος μαζί με τη λύση του, ο εγκιβωτισμός και το παιχνίδι με όλα τα είδη του λόγου, όπως αβίαστα απαιτούνται και βγαίνουν από τα πρόσωπα των ηρώων και από τις ιστορικές περιόδους.

Το αποτέλεσμα, μια τοιχογραφία της εποχής που ερμηνεύει την κρίση, κι ενδεχομένως να εγκυμονεί και τη λύση. Ο δρόμος είναι πάντοτε εκεί και παραμένει ανοιχτός παρά τον θρίαμβο της σταθερής μας απώλειας. Το «τόσο όσο», όμως, της ζωής παραμένει δικό μας.  Διότι ναι μεν:  «… Ξέρεις πώς και με ποια μέθοδο σκοτώνει η καθημερινότητα. Μόνο αν σου συμβεί κάτι συνταρακτικό μπορεί να την εκτιμήσεις ξανά. Μόνο αν σου συμβεί κάτι από το οποίο θα κινδυνεύσεις. Κι εκεί άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου». Αλλά παρά τούτα:  «Θα ‘σαι ελεύθερος και θα κάνεις αυτό που πάντα λαχταρούσες: η κάθε στιγμή σου να είναι νοηματοδοτημένη».

Στους «Χαμαιλέοντες» ο Αλέξης Σταμάτης, διατηρώντας τις βασικές συγγραφικές εμμονές του, όπως ο πυρήνας της οικογένειας που αποκτά διαστάσεις σχεδόν πεπρωμένου και η αγάπη του ως προς τον κινηματογράφο και το θέατρο, συνεχίζει να τολμά συγγραφικές τεχνικές και ανοίγματα που ξεκίνησε με την «Κυριακή» του πριν από τρία περίπου χρόνια. Στο καινούργιο βιβλίο του σχεδόν «κινηματογραφεί» την ιστορία των τελευταίων εκατό χρόνων. Τολμώντας να πει κι όσα δεν τολμήσαμε: «Ήταν μια παραπλάνηση φυσικά. Ο καλύτερος τρόπος να παραπλανήσεις κάποιον είναι να παραπλανήσεις τον εαυτό σου».

«Από τη στιγμή που έχεις παιδιά και δάνειο, λένε, είσαι κλειδωμένος στο ανθρώπινο πρότζεκτ».

«Το τέλος ήταν σαν να πλασάρουμε μια χώρα-πίστα. Μια χώρα χαμαιλέοντα. Που αλλάζει όπως τη συμφέρει για να κολλάει παντού. Αλλά αυτό δε συμβαίνει έτσι κι αλλιώς; »

«- Να βοηθήσεις να τιμωρηθεί ένα κάθαρμα, ένας εγκληματίας.

– Να προδώσω τον ευεργέτη μου;

– Έτσι έρχεται η ζωή μερικές φορές. Ο ευεργέτης του ενός είναι ο δήμιος του άλλου».

Εξάλλου, έτσι ακριβώς προχώρησε και ο Παναγιώτης του που είναι καθρέφτης μας, κάνοντας τα στραβά μάτια, μια ζωή χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό (ούτως ή άλλως) ανύπαρκτο δαχτυλάκι του. Τα υπόλοιπα στη ζωή μας ή στο βιβλίο.