Τέχνη του ποιητικώς «είναι» και το ποιητικό «φαίνεσθαι» σε πλήρη αφαίρεση, αν όχι σε έκλειψη, κάτι που δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε ευκταίο σε αντιπνευματικούς, υλιστικούς καιρούς. Η αρχιτέκτων Αναστασία Πεπέ έχει επιτύχει να υπάρχει ως ποιήτρια χωρίς να εκτίθεται σε υπερβολές και γλωσσικές ακροβασίες. Τη βοηθάει και η «επαγγελματική της διαμόρφωση», η ενασχόλησή της με το σχέδιο, η καθαρότητα της ματιάς, η ευζωία σε εποχές χαλεπές, η αντοχή σε κραδασμούς υψίσυχνων δονήσεων, η παντελής έλλειψη φιλοδοξίας, ματαιοδοξίας, επαναπαύσεως σε δάφνες πραγματικές, πλαστικές ή μη.
Άρχισα με ποιητικό μετανεωτερικό τρόπο να εξυμνώ τις αρετές μιας γνήσιας ηχοχρωματικής φωνής που έχει τέτοιον πλούτο συναισθημάτων ώστε να της αρκεί να ζωγραφίζει μονόχρωμα (αλλά όχι και «ασπρόμαυρα») με πενάκι.
Είναι γαλαζωπός ο πυθμένας του ερέβους που κολυμπά ο αυθεντικός ποιητής, άρρηκτος, συνδεδεμένος με το αντίθετό του: τον ηλιακό πυρήνα της ύπαρξης, κάθε υπάρξεως που επιμένει να παλεύει καθημερινώς προκειμένου να υπάρξει επιτυχώς κάτω από τα τέσσερα στοιχεία της Φύσης, μέσα στο πέμπτο στοιχείο, στον αιθέρα που τα πάντα εμφορεί…
Η ανάγκη του σύγχρονου ποιητή να υπακούσει σε νόρμες, κανόνες και δεσμεύσεις είναι απολύτως φυσιολογική, δεδομένου ότι παραξεχειλώσανε τα πράγματα με τον μετα-μοντερνισμό και διαπέρασαν προ πολλού την επικράτεια τού αυθαίρετου…
Το χαϊκού είναι μια ευσύνοπτη μορφή, που παρά τον ανατολίτικο χαρακτήρα της φαίνεται πως ταιριάζει μια χαρά στους σύγχρονους ποιητές μας, όχι όμως (ακόμα) και το «κικό», δείγμα του οποίου συμπεριλαμβάνει η Αναστασία Πεπέ στο ευσύνοπτο αυτό και καλαίσθητο βιβλίο της, που λειτουργεί μάλλον σαν προσχέδιο μιας μεγαλύτερης, μνημειώδους ίσως συνθέσεως που θα έρθει ή κυοφορείται ακόμα στα φωτεινά θαλάμια της «έμπνευσης».
Ισοσκελισμός και συναγελασμός των επιλεκτικώς αρμοζόντων, ισολογισμός ζωής κι ανθοφορία ανοίξεως, αναπαγίωση παλαιών στιγμών και τρόπων ξεχασμένων, ουρά παγωνιού με γκρίζα φτερά, ανασασμός, αναχάραξις, αναθεώρημα… Αυτές είναι οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις (στο ουσιαστικό τους) που θα μπορούσα να σημειώσω στο περιθώριο αυτών των ελλειπτικών μορφών σύγχρονης περιεκτικής έκφρασης.
Δυστυχώς ή ευτυχώς το άρρητο δεν μεταδίδεται με λέξεις και η ποίηση δεν μεταφράζεται (όταν ποίησις είναι). Όσο για την κριτική της, προϋποθέτει τη γνώση της αλχημιστικής διεργασίας που προηγείται κι έπεται της αρχικής «συλλήψεως» έτσι όπως αυτή υλοποιείται στο εργαστήρι του κάθε λογοτέχνη. Φυσικά και υπάρχουν όροι και κανόνες, εργαλεία από τη Θεωρία της Λογοτεχνίας, όμως κι αυτά κάπου προσκρούουν σε έναν τοίχο, αν κρίνουμε από την εκκωφαντική σιωπή των ακαδημαϊκών δασκάλων πάνω στα ζωντανά φαινόμενα της πάλλουσας και θάλλουσας ποιητικής έκφρασης.
Έπειτα από αυτές τις επισημάνσεις, που δεν επέχουν όμως θέσιν επιφυλάξεων, απολαμβάνω σχεδόν με συναισθητικό τρόπο αυτές τις εικονοσταγόνες ήχων, χρωμάτων, αισθημάτων.
Η Αναστασία Πεπέ δεν είναι πεζογράφος, δεν πεζολογεί, δεν αναπτύσσεται αφηγηματικώς, δεν καταφεύγει σε τεχνικές λόγω αμηχανίας, είναι άγγελος του κυριολεκτικού και πρόδρομος μιας άλλης ποίησης που θα έρθει και θα είναι πιο κοντά στο τελετουργικό, στο αρχετυπικό, στο αισθαντικό στοιχείο της ενσώματης ανθρώπινης ύπαρξης, μακριά από ναρκισσισμούς, εγωκεντρισμούς κι αυτισμούς που καταταλαιπωρούν τη σύγχρονη ποίηση κι απομακρύνουν το κοινό της.
Όχι, η Αναστασία Πεπέ δεν αυτοψυχαναλύεται γράφοντας αλλά ζωγραφίζει τα μετ-αισθήματά της χαρίζοντάς μας την αμφιταλάντευση της κίνησης ενός ψυχικού υλικού συνήθως αδρανούς και λιμνάζοντος σε άλλους ποιητικολογούντες.
Αυτό το βιβλίο είναι μοναδικό κι απαράμιλλο δείγμα μιας ώριμης παιδικότητας που ξαναγυρίζει τη γραφή στις αρχικές της αιτίες.