«Η πόλη και τα σκουπίδια»

Η Ελίφ Σαφάκ γεννήθηκε το 1971 στο Στρασβούργο από μητέρα διπλωμάτη. Σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Ορτά Ντογού της Άγκυρας, απ΄όπου απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στις Γυναικείες Σπουδές. Είναι ερευνήτρια στο Τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας (ΗΠΑ). Το «Μπονμπόν Παλάς» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της και κυκλοφόρησε το 2002.

Το Μπονμπόν Παλάς είναι μια πενταώροφη πολυκατοικία σε μια γειτονιά της Ιστανμπούλ (Κωνσταντινούπολη), με δέκα διαμερίσματα που κατοικούνται από διάφορους τύπους ανθρώπων. Στο ισόγειο, βρίσκεται το κομμωτήριο των μονοζυγωτικών διδύμων Τζεμάλ και Τζελάλ που ξανάσμιξαν έπειτα από πολλά χρόνια χωρισμού και το σπίτι των  Ατεσμιζάτσογλου, για τους οποίους ο έξω κόσμος αποτελεί μια αστείρευτη πηγή τρόμου. Στο διαμέρισμα αριθμός 1, ζει η οικογένεια του θυρωρού Μουσά, της δυναμικής Μεργέμ και του μικρούλη Μουχαμέτ, ενώ στο απομονωμένο υπόγειο ζει ο φοιτητής Σιντάρ, κουρδικής καταγωγής, με τη σκύλα του Γκάμπα. Στους άλλους ορόφους μένουν ο παραμυθάς Χατζής-Χατζής, ο γιος του, η νύφη του και τα τρία εγγόνια του, ο Σκληρός Μετίν και η ρωσίδα σύζυγός του, εντομολόγος Νάντια Ονισίμοβνα, Εγώ (άνδρας, καθηγητής Πανεπιστημίου και πρόσφατα διαζευγμένος), η νεαρή ερωμένη ενός λαδέμπορου (Γαλάζια Μετρέσα), η Υγιεινή Τιζέν που απεχθάνεται τη βρομιά, ο σύζυγος και η κόρη της και, τέλος, η ηλικιωμένη Μαντάμ Θεία που κατοικεί στο διαμέρισμα όπου έζησαν από την 1η Σεπτεμβρίου 1966 μέχρι το θάνατό τους, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας, ένα ζευγάρι Λευκορώσων που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους λίγο μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων (1920).

Στο κτίριο υπάρχει μια μόνιμη μυρωδιά από σκουπίδια. Οι πιο πολλοί ένοικοι πιστεύουν πως οφείλεται στη συνήθεια των γειτόνων να πετούν αδιακρίτως τα σκουπίδια τους στον κήπο του Μπονμπόν Παλάς, όπως, όμως, αποκαλύπτεται πηγή της κακοσμίας κα του αμέτρητου στρατού ζωυφίων που παρελαύνουν από τις κουζίνες έως τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων και δεν εξολοθρεύονται, παρά τις αλλεπάλληλες απεντομώσεις, είναι ένας τεράστιος όγκος μικρών και μεγαλύτερων αντικειμένων που μαζεύει σε ένα δωμάτιο του σπιτιού της η πιο ευγενική και μειλίχια ένοικος της πολυκατοικίας. Μόνο που αυτή η αποκάλυψη δεν γίνεται πριν ξεδιπλωθούν μπροστά στα μάτια μας οι ζωές των ενοίκων, οι καημοί, οι δυσκολίες, οι εμμονές, οι φόβοι και οι ελπίδες τους.

Η Ελί Σαφάκ αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος στην περιγραφή της καθημερινότητας των ενοίκων και των ανθρώπων που τους περιβάλλουν, ενίοτε με αχρείαστες λεπτομέρειες, προτού επινοήσει ένα τέχνασμα που θα κινήσει τα πρόσωπα και θα τα κάνει εν μέρει να αρχίσουν να σχετίζονται μεταξύ τους. Όμως κι αυτό το τέχνασμα αποδεικνύεται αδύναμο να αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία του μυθιστορήματος με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να μεταφέρεται στην Ιστανμπούλ, αυτή την πόλη των «εβδομήντα δύο και βάλε λαών και των επτά λόφων» (σελ. 258), όπως αναδύεται στις επιμέρους ιστορίες. Στο «Μπονμπόν Παλάς» θα βρούμε εξαιρετικές σελίδες για την πόλη και την ιστορία της, τους ανθρώπους που έζησαν (και ζουν) σ΄αυτήν και τα απομεινάρια των πολιτισμών τους.

Η Μαρία Χαρισιάδου φαίνεται πως μετέφρασε με κέφι και γνώση τις 500 και πλέον σελίδες του βιβλίου.