Αν η λογοτεχνία είναι μίμησις ζωής, στην εποχή της μεταμοντέρνας αφηγηματογραφίας συναντάμε συχνά τη λογοτεχνία ως μίμηση της λογοτεχνίας. Άσκησις ύφους είναι το βιβλίο αυτό, χωρίς το ύψος να είναι στους στόχους του, μήτε καν η συναισθηματική μέθεξη του αποδέκτη του, συνδημιουργικού αναγνώστη ή και θεατή (μιας και είναι σύνηθες παρόμοια ή ανάλογα πεζογραφήματα να μεταφέρονται επί σκηνής, κατόπιν γενναίας ή πενιχράς δραματοποιήσεως).

Με όλα τούτα θέλω να πω πως αυτό το πολύπτυχο συν-γραμμα λειτουργεί μάλλον στον χώρο της διανοητικής φιλαναγνωσίας ενώ η έννοια «συλλέκτης» το διατρέχει από άκρου εις άκρον. Οι ρέκτες δεν είναι μόνον συλλέκτες αντικειμένων αλλά και μύθων και έργων Λόγου και υφολογικών κατακτήσεων κορυφαίων αλπινιστών στον κόσμο των Ιδεών.

Ο Παναγιώτης Γούτας, ένας χαμηλών τόνων άλλα όχι κι «ελάσσων» λογοτέχνης [ούτως ή άλλως παρόμοιες κατηγοριοποιήσεις δεν έχουν θέση στην εποχή μας], γράφει για τη Λογοτεχνία, μέσα από τη Λογοτεχνία, διά της Λογοτεχνίας εμπνέεται και καταφάσκει ως μέλισσα που αναμασά κι αναχαράζει το νέκταρ και την γύριν των ανθέων προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητόν απόσταγμα. Αυτή (ή παρόμοια) δουλειά έκαναν και οι βυζαντινοί αντιγραφείς που αυτενεργούσαν και μετέπλαθαν, διέπλαθαν και διέσωζαν τα μεγάλα έργα του Λόγου εκσυγχρονίζοντάς τα. Πολύτιμη η συμβολή των, αφού χάρη σ’ αυτούς σώθηκαν τα αρχαία κείμενα.

Εδώ, ο καλός Θεσσαλονικιός συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα μεταμοντέρνο αμάλγαμα μεγάλων μορφών, όχι πάντα αναγνωρίσιμων, αφού εκτός από τον Παπαδιαμάντη, τον Χριστιανόπουλο, τον Καβάφη ή τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες υπάρχει και ο Όργουελ και ο Κάφκα και ο Αραμπάλ, για να μην αναφέρουμε φυσικά τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο που στοιχειώνουν την παγκόσμια Λογοτεχνία εδώ και πενήντα χρόνια.

Μεταβαλλόμενος ρυθμός, διακυμάνσεις ύφους, αφηγηματικές παρεκβάσεις και παραβάσεις, επεμβάσεις κι εκλεκτικές συγγένειες, έντονη διακειμενικότητα, χαρακτηριστικό δείγμα της literature erudite είναι το σπονδυλωτό αυτό αφηγηματικό μωσαϊκό. Κάπου τον χάνει τον αναγνώστη, κάπου τον βρίσκει, αφού λείπει εκείνο το «Ψυχρόν Πυρ» της ιδιοφυίας που μετατρέπει το τετριμμένο και γνωστό σε πρωτάκουστο και καινοφανές.

Χωρίς να μειώνω καθόλου το αισθητικό επίτευγμα αυτού του επίμονου κι εργατικού συγγραφέα, τονίζω απλώς εδώ την έλλειψη του «ηρωικού» βηματισμού που θα το καθιστούσε κι ευρέως ευανάγνωστο και ευπώλητο. Τέχνη συλλεκτική η ενασχόληση του Παναγιώτη Γούτα, διαμεσολαβημένως βιωματική και απόμακρη ενίοτε. Το είδωλον ειδώλου και η μετα-ποίησις της αντιγραφής διαγράφει συχνά χαμηλότερη τροχιά από το αναμενόμενο, το προσδοκώμενο και –βεβαίως– το επιιθυμητόν.

Ύστερα απ’ όλες αυτές τις επιφυλάξεις μου, συστήνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο αυτό σε φιλολόγους κι ερευνητές της σύγχρονης Λογοτεχνίας στα αποδομητικά και χαοτικά χρόνια της Κρίσης.