Ο Κολ Πόρτερ στα Βαλκάνια
Όλα ξεκινούν από τον Τζέρι Μάλιγκαν και το” Wallflower” για να καταλήξουν στον Τουτς με το αισθαντικό “Bye Bye Blackbird”. Η τζαζ της θαυμαστής “Blue Note” ενυπάρχει στο μυθιστόρημα του Μάρκους Μαλτ ως ακρογωνιαίος… μέτοχος της δράσης. Υποσημειώνει, συνδηλώνει, υποσκάπτει, κρούει σαν σφυρί και γλυκαίνει κάθε πληγή.
Γιατί υπάρχουν πολλές ανοιχτές πληγές σε αυτό το κλασικότροπο polar που εμπλέκει τη μικροΐστορία (την εξαφάνιση και τον μακάβριο θάνατο της νεαρής Κροάτισσας Βέρας Ναντ) με τη… μεγάλη εικόνα που στην προκειμένη περίπτωση είναι τα άγρια Βαλκάνια και ό,τι συνέβη την περίοδο της βίαιης απόσχισης στις αρχές του ’90.
Το Παρίσι της αγιασμένης βροχής και των σκοτεινών παράδρομων, ο καταπιόνας του Βούκοβαρ που μάσησε ζωές, συνειδήσεις, τύψεις και εγκλήματα, οι ποικιλμένες νότες της τζαζ και μια εκκεντρική πανίδα ανθρώπων, περνοδιαβαίνουν τις «Μπλε Νότες» με σκοπό όχι τόσο να λύσουν ένα μυστήριο, ένα έγκλημα ή μια ευφυή παγίδα, όσο για να ενσκήψουν στη σπαταλημένη Ιστορία των Βαλκανίων, στο σκόρπισμα της ζωής, στον ζόφο που άφησε έκτυπο το χνάρι του στην περιοχή.
Έχουν γραφτεί πλείστα όσα για εκείνη την ταραγμένη περίοδο – ο Μαλτ συνοψίζει τον ιστορικό χρόνο (διατρυπώντας τον, βεβαίως, με τη ζωή της Βέρας) στο εξής απόφθεγμα: η ζωή πριν από τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά.
Αυτό το περιβόητο ‘’μετά’’ δεν μπορεί να σταθεί ξέχωρο από ένα παρελθόν που κουβαλάει μπόλικο αίμα. Ίσως διότι για εκείνους που έζησαν τον πόλεμο και τον είδαν να αναταράσσει τις ζωές τους, δεν υπάρχει μέλλον που να μην κανοναρχείται από το ασφυκτικό παρελθόν.
Επιπροσθέτως δεν υπάρχει ήρωας αστυνομικός σε αυτό το νουάρ, ιδού μια σύμβαση που σπάει εξαρχής, ούτε και μοιραίες γυναίκες που σπέρνουν ερωτικούς αντίζηλους δεξιά και αριστερά.
Ο Μίστερ, πιανίστας σε ένα καταγώγιο, ψάχνει τη Βέρα που για κάποιο διάστημα υπήρξε μυστηριώδης και θελκτική θαμώνας του μαγαζιού στο οποίο έπαιζε μουσική. Τυπικά η ιστορία της έχει λήξει πριν καν μετατραπεί σε μυστήριο. Δύο μικροντίλερς ναρκωτικών την έκαψαν ζωντανή, επειδή τους πούλησε στη μοιρασιά. Πίσω, όμως, από αυτή τη φαινομενικά λογική εξήγηση, ο Μίστερ (φέρει το όνομα που έδωσε η Μπίλι Χόλιντεϊ στον σκύλο της) βλέπει σκοτεινές σκιές που πρέπει να διευκρινιστούν. Ανολοκλήρωτο πάθος; Τύψεις; Αδιόρατη αγάπη; Τι κινητοποιεί τον Μίστερ και με τη βοήθεια του φίλου του, Μπομπ (ένας ταξιτζής φιλόσοφος), αρχίζουν να ψάχνουν τους ψύλλους στα άχυρα;
Ό,τι και αν είναι αυτό, πέφτει σε βαθιά νερά, καθώς πίσω από την τραγική κατάληξη της άμοιρης Βέρας υπάρχει ένα ολόκληρο σκηνικό φρίκης που έλκει την καταγωγή του από τον πόλεμο στα Βαλκάνια, απλώνει τα πλοκάμια του στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας και έχει για πρωτοπαλίκαρα δολοφόνους, πολιτικούς αμοραλιστές, ηγέτες-σφαγείς με ιδεολογία το προσωπικό κέρδος, ενώ τα θύματα παραμένουν πάντα τα ίδια: ο άμαχος πληθυσμός.
Από τις σελίδες του μυθιστορήματος περνάει μια sui generis φυλή ανθρώπων: ένας μπράβος με όψη μολοσσού, ένας μονόχειρας ζωγράφος, ένας τυφλός γέρος που παίζει ακορντεόν, ένας παράφωνος κιθαρίστας που… σκοτώνει το “Rain and Tears” του Ντέμη Ρούσου, ένας μυστηριώδης τεχνοκράτης του εγκλήματος και, φυσικά, πρόσωπα πραγματικά και επινοημένα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στους τόπους σφαγής των Βαλκανίων.
Οι ρυθμοί είναι κινηματογραφικοί, υπάρχει έντονη σκηνογραφία, ενώ οι ατάκες άλλοτε είναι καυστικές κι άλλοτε ασθματικές και βαθιές σαν χαρακιές.
Στο τέλος, όταν όλες οι ψηφίδες βρουν τη θέση τους, δεν θα έχει σημασία η λύση της υπόθεσης (ποια ήταν πραγματικά η Βέρα και τι της συνέβη), αλλά η δημιουργία ενός σκούρου καμβά που πάνω του θα αποτυπώνεται, με τα πλέον μελανά χρώματα, το κοράκι που πέταξε πάνω από τα Βαλκάνια και με τις φτερούγες του ανατάραξε τη θάλασσα του άδικου αίματος που πότισε την περιοχή.
Το μυθιστόρημα έλαβε το γαλλικό βραβείο λογοτεχνίας μυστηρίου το 2012.
Η μετάφραση ανήκει στον Κώστα Κατσουλάρη και λειτουργεί στο τέμπο που ήθελε να… παίξει ο πρώην μουσικός Μάρκους Μαλτ.