Το γαλάζιο φως της αγάπης

O Περ Όλοβ Ένκβιστ γεννήθηκε το 1934 στη Σουηδία. Σπούδασε Ιστορία της Λογοτεχνίας στην Ουψάλα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και στην τηλεόραση έως το 1976. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCLA, ΗΠΑ). Από το 2005 είναι επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Όσλο (Νορβηγία). Μυθιστορήματα και θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημα «Μπλανς και Μαρί» κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2008.

Πρόκειται για την ιστορία της Μπλανς Βιτμάν και της Μαρί Κιουρί, ιδωμένες από την πλευρά της αγάπης, θα έλεγε κανείς, έχοντας φθάσει στο τέλος αυτού του συγκινητικού μυθιστορήματος. Η Μπλανς πέρασε σχεδόν δεκαέξι χρόνια (1878-1893) στο νοσοκομείο της Σαλπετριέρ στο Παρίσι, όπου διαγνώστηκε με υστερία. Τέθηκε υπό την επίβλεψη του καθηγητή Ζαν Μαρτέν Σαρκό που έγινε αργότερα και εραστής της και ήταν μία από τις τρεις ασθενείς που συμμετείχαν στις εβδομαδιαίες δημόσιες διαλέξεις-παραστάσεις του στο αμφιθέατρο του νοσοκομείου. Τρία χρόνια μετά την αποθεραπεία της άρχισε να εργάζεται ως βοηθός στο εργαστήριο του Πιερ και της Μαρί Κιουρί. Ήταν παρούσα στην ανακάλυψη του ραδίου ένα βράδυ του 1898 – αυτό το γαλάζιο φως, που μοιάζει με ένα «μεταφυσικό έργο τέχνης» (σελ. 23), θα γίνει η αιτία να χάσει διαδοχικά τα δύο της πόδια και το αριστερό της χέρι. Με το χέρι που της απέμεινε θα γράψει το «Βιβλίο των ερωτήσεων» σε τρία τετράδια –το κίτρινο, το μαύρο και το κόκκινο–, στο οποίο θα απαθανατίσει την ιστορία της αγάπης της με το Σαρκό και του άτυχου έρωτα της Μαρί (μετά το θάνατο του Πιερ) με το συνάδελφό της Πολ Λανζεβέν.

Ο Ένκβιστ παρουσιάζει την ιστορία της Μπλανς και της Μαρί μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις που φωτίζουν κάθε φορά και μία διαφορετική πλευρά της. Χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό και βιβλία που έχουν γραφτεί για τη Μαρί Κιουρί, αναπλάθει την εμπειρία των δύο γυναικών από τον έρωτα και τη μεταξύ τους σχέση, προσθέτοντας σταδιακά τις ψηφίδες που σχηματίζουν την εικόνα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ακολουθεί γενικά τη χρονολογική σειρά των τετραδίων της Μπλανς, χωρίς να αρκείται στο ρόλο του παρατηρητή, αλλά παρεμβαίνοντας για να θέσει τις δικές του ερωτήσεις σχετικά με την αγάπη. Χωρίζει την αφήγηση σε «τραγούδια», π. χ. «της ακρωτηριασμένης», «του γιου του αμαξοποιού» κ.λπ., κορυφώνοντας την ένταση στο κεφάλαιο στο οποίο περιγράφει, μαζί με την απονομή του δεύτερου βραβείου Νόμπελ στη Μαρί (1911), τη φυγή της στο Λονδίνο για να γλιτώσει από την κατακραυγή των Γάλλων εξαιτίας της σχέσης της με τον (παντρεμένο) Λανζεβέν. Στο τέλος δίνει την απάντηση που είχε υποσχεθεί από την αρχή για το «μυστικό» της αγάπης, κλείνοντας τον κύκλο.

Η γραφή είναι ποιητική, μερικές φορές υπαινικτική, απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη, που ίσως αποθαρρυνθεί αρχικά από τα συχνά φλας-μπακ και τις αναφορές σε γεγονότα για τα οποία θα δοθούν αργότερα περισσότερα στοιχεία, καθώς και από  τις επαναλήψεις ορισμένων φράσεων. Η τεχνική αυτή παρουσιάζει, ωστόσο, ενδιαφέρον, καθώς η τελική εικόνα του μυθιστορήματος δεν μοιάζει καθόλου με βιογραφία, αλλά με αυθεντική μυθοπλασία. Πέρα από τη λογοτεχνική του αξία, το μυθιστόρημα θίγει καίρια ζητήματα όπως η (ψυχική) αρρώστια και η αντιμετώπισή της, η θέση της γυναίκας και οι κοινωνικές προκαταλήψεις, αλλά και η επιστήμη και τα όριά της.