«Μπρεχτ, ο σύγχρονός μας», θα μπορούσε να λέγεται αυτό το άκρως κατατοπιστικό βιβλίο, που δεν καταφάσκει στην αγιοποίηση του «κομμουνιστή» Μπρεχτ, αλλά αντιφάσκει συστηματικά και εκ προοιμίου.

Εδώ ο μεγάλος επινοητής της «αποστασιοποίησης»  αποδεικνύεται και «συστημικός» και «αντισυστημικός» ταυτόχρονα, κριτικός του καπιταλισμού, εχθρός του φιλελεύθερου ατομοκεντρισμού, αλλά οπαδός του Διαφωτισμού με έναν «λοξό» απρόσμενο τρόπο.

Σίγουρα ήταν επηρεασμένος από τον μοντερνισμό, αλλά ως πρόωρος «μεταμοντερνιστής» δεν θα περνούσε από το μυαλό μου προτού διαβάσω ετούτη την εμπεριστατωμένη μελέτη, που συνδυάζει το λυσιτελές με το εντελές και το λειτουργικό με το τελετουργικό.

Ο Μπρεχτ υπονομεύει και καταλύει τη θεατρική σύμβαση. Είναι στον αντίποδα του αριστοτελικού μπρεχτικού θεάτρου. Σπάει τον «τέταρτο τοίχο» της θεατρικής οφθαλμοπορνείας. Δεν είναι ηδονιστής, όμως πολλά φιλήδονα πρόσωπα συναντώνται κι από τις δύο πλευρές του αναπεπταμένου δίπολου σκηνής-πλατείας.

Και ναι μεν το Κάλλος, η Αλήθεια, η Αρμονία δεν συγκαταλέγονται στα desiderata του, το αντίθετο μάλιστα, είναι τόσον υπέρμαχος του Φωτός και της αρχετυπικής Δικαιοσύνης που ο θεατρικός πρωτογονισμός του αγγίζει τα δυσδιάκριτα όρια της διαχρονικότητας.

Τελείως φανταστικά χωροχρονικά μυθοπλάσματα συνθέτουν το σύνολο σχεδόν των έργων του. Και ναι μεν δεν υπερασπίζεται την καλλιτεχνική ή λογοτεχνική πρωτοτυπία, την επικαρπούται όμως.

Τελικά, εκείνο που μένει μέσα από έναν αιώνα αναλύσεων είναι εκείνη η αδήριτη, η σκληρή, η «επιθετική» μερικές φορές κριτική ανάγκη να επι-σκεφθεί και να ξανασκεφτεί αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα και αξιώματα αυταπόδεικτα, θεωρήματα της λεγομένης παραβολικής Γεωμετρίας με υπερβολικό τρόπο.

Εγχειρίδιο (κυριολεκτικά) για κάθε χρήση, ειδικά για τους εξειδικευμένους πλοηγούς στο πέλαγος της μετά το μεταμοντέρνο εποχής μας. Αμφισβητίες και υπερασπιστές της μετανεωτερικότητας θα βρουν στον Μπρεχτ τον πρόδρομο και αθέλητο υποστηρικτή τους, ακριβώς επειδή ο μεγάλος θεατράνθρωπος είναι «ανοικτός» σε αντιφάσεις-αντιθέσεις-συνυποδηλώσεις. Κείμενα, υπο-κείμενα, διακείμενα, διασκευές, παραπομπές και δάνεια συγχωνεύονται σε μια συλλογική δημιουργία (είναι γνωστό πως είχε συνεργάτες δραματουργός), υπογράφει όμως εκείνος τα έργα του και εισπράττει αναλόγως και μετά θάνατον, σε λογαριασμό στην Ελβετία και όχι στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία. Αυτή η αναγεννησιακή συνθήκη και η ρομαντική θεώρηση της μεγαλοφυΐας σε συνδυασμό με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, την αμφισβήτηση του πατροπαράδοτου καπιταλισμού και την υπονόμευση κάθε αποφατικής θρησκείας με την Επιστήμη (όπως στον «Γαλιλαίο»), δημιουργεί ένα εξ αρχής προκλητικό τοπίο κινουμένης άμμου.

Όσο για τα περί «δυστοπίας» που αναφέρει η καλή μελετητής διδάκτωρ θεατρολογίας Ιωάννα Μενδρινού, κανένας σοβαρός δραματουργός δεν αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον σε ονειρικές ευτοπίες, αναφυόμενες στο πεδίο του Συλλογικού Φαντασιακού. Ακόμα και οι περισσότερο «ροζ» θεατρικοί συγγραφείς ενοφθαλμίζουν το έρεβος, το παράλογο των ενστίκτων, τα θηρία και τέρατα του Συλλογικού Ασυνείδητου στις ανθρώπινες κωμωδίες τους. Ας μην ξεχνάμε πως και ο Τσέχωφ «κωμωδίες» ονόμαζε τα διόλου ανάλαφρα αστικά δράματά του.

Ο Μπρεχτ δουλεύει κατά τη γνώμη μου με τη δυστοπική θεώρηση της ζωής στη γη γιατί τείνει, ρέπει, κλείνει προς την τραγωδία, όπως ο Μπέκετ, ο Στρίντμπεργκ, ο Νίτσε, ο Ευριπίδης. Στο βάθος όλων υποκρύπτεται ο Όμηρος, με το Φάος του, διαρκές σύμβολο του Ήλιου της Δικαιοσύνης.

Με το Άφατο, το Άρρητο, το Αόρατο κονταροχτυπιέται ως Δον Κιχώτης και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, όσο κι αν θέλει να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ριζοσπαστικού ιστορικού υλισμού, του διαλεκτικού υλισμού, του μαρξισμού, της όποιας χρήσης της Ιστορίας ως παραμορφωτικού κατόπτρου τού παρόντος.

Όσο κι αν κρατήθηκε μακριά από τον μελοδραματισμό και τα αστικά στερεότυπα περί Ομορφιάς, οι αστοί συνωστίζονταν καλοντυμένοι, με τα επίσημα ενδύματα και υποδήματά τους, προκειμένου να χειροκροτήσουν την «Όπερα της πεντάρας» που τους ξεμπρόστιαζε με τον πλέον ηδυπαθή και γλυκανάλατο τρόπο. Εφαρμοσμένη χαρμολύπη, συναρμοσμένη συναισθηματικότητα, προβεβλημένος ρασιοναλισμός, απώθηση κι ενσωμάτωση ταυτόχρονα του παρ-Άλογου… Αυτές ήταν οι καινοτομίες του μπρεχτικού τρόπου γραφής και υπο-κρίσεως. Ο μινιμαλισμός και ο φορμαλισμός ήταν παράπλευρες συνέπειες των αισθητικών επιλογών του.

Όσο για την περίφημη «αν-οικείωση», ποια Τέχνη υφίσταται χωρίς αυτήν από καταβολής πολιτισμένου κόσμου; Το ανοίκειο, το παρά-ξενο, το παράλογο, το εξαιρετικό, το υπερβολικό, το τερατώδες, το αποτρόπαιο, το κτήνος μέσα μας και έξω μας, η παραστατική τέχνη ως ξόρκι κι ως ομοιοπαθητική μαγεία, το θέατρο ως δραματοθεραπεία, ως προσεκτική κι ελεγχόμενη αποφόρτιση θυμικού και λογικού… Αυτά τα δύο τελευταία ισορρόπησε ο μεγάλος δραματουργός με τον δικό του καινοφανή τρόπο. Το αν κάποιοι κατοπινότεροι τον μιμήθηκαν, επηρεάστηκαν ή τον ακολούθησαν, το αν κάποιοι προγενέστεροι (όπως ο Καρλ Βάλεντιν) του άνοιξαν τον δρόμο, όλα αυτά κινούνται στον δυσεξερεύνητο χώρο των υποθέσεων. Μήτε καν ως «ενδείξεις» δεν μπορούν να καταγραφούν. Και σ’ αυτό το σημείο διαφωνώ με τον επιχειρούμενο από την εκλεκτή συνάδελφο «συγκρητισμό». Είναι δύσκολο και αδόκιμο να γεφυρώνουμε αισθητικές κατηγορίες, πολιτισμικά ρεύματα, λογοτεχνικά κινήματα και περιρρέουσες ατμόσφαιρες διαφορετικών εποχών στον βωμό μίας έμμεσης αγιοποίησης.

Ο Μπρεχτ ήταν αυτό που έγινε. Δεν χρειάζεται εμάς για να πιστώσουμε αθανασία τον λογαριασμό του. Εξ άλλου δεν πίστευε στη μετά θάνατον ζωή. Ή μήπως όχι; Αυτό ακριβώς το ερωτηματικό ήταν ο κύριος στόχος και σκοπός του. Να εξασκήσουμε την κριτική μας σκέψη, ενώ παράλληλα ασκούσε (ηθελημένα ή αθέλητα) την ενσυναίσθησή μας. Αυτό είναι και το μυστικό της τέχνης του, κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα.

Συγχαίρω την εκπαιδευτικό, διδάκτορα θεατρολογίας Ιωάννα Μενδρινού για το εξαιρετικό πόνημά της. Είναι εργαλείο, συντροφιά και μέσον αυτογνωσίας για κάθε ανήσυχο άνθρωπο λάτρη των παραστατικών τεχνών.