«Το Βερολίνο είναι ιδανική πόλη για να καταδυθείς στον εαυτό σου», λέει μια φίλη στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του «Μπερλίν», του πρώτου βιβλίου της Άντζης Σαλταμπάση, που γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα, σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία και Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στον έντυπο και διαδικτυακό Τύπο και έχει μεταφράσει βιβλία από τα γερμανικά. Το Βερολίνο είναι μια πόλη που για πολλούς ανθρώπους, και όχι μόνο γερμανομαθείς, έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας ελεύθερης, ανοικτής και πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αρκετά διαφορετική από άλλες γερμανικές πόλεις. Όμως η συγγραφέας ή η αφηγήτρια θέλει ακριβώς αυτό: να καταδυθεί στον εαυτό της, να δει και να αντιμετωπίσει τι είναι αυτό που την κάνει κατά καιρούς να ασφυκτιά, ενώ αγαπά την πόλη, λατρεύει τα γερμανικά, ζει εκεί με την οικογένειά της, έχει Γερμανούς φίλους και μια δουλειά (γράφει άρθρα και μεταφράζει) που μάλλον αποτελεί πηγή έμπνευσης (εντέλει), αν δεν τη συναρπάζει κιόλας κάποιες φορές.
Έτσι η Σαλταμπάση, σε αυτό το βιβλίο που τυπικά δεν είναι μυθιστόρημα-μυθοπλασία, αποδύεται σε μια προσπάθεια να καταλάβει τον τόπο στον οποίο ζει και τους κατοίκους του παράλληλα με μια διαδικασία αυτογνωσίας∙ κι από τις συνεδρίες με τον Γερμανό ψυχίατρο, βρίσκεται στον σταθμό του Γκρούνεβαλντ, από όπου, στις 18 Οκτωβρίου του 1941, έφυγαν οι πρώτοι 1.251 Εβραίοι για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις περιπατητικές περιπλανήσεις της αναζητεί, σχεδόν εμμονικά, τα ίχνη των Εβραίων του Βερολίνου: ανακαλύπτει κτήρια όπου ζούσαν οικογένειες Εβραίων, συναντά Γερμανούς που θέλησαν να ανασύρουν τα ονόματά τους από τη λήθη και συζητά με συγγενείς εξοντωθέντων στο Άουσβιτς που ζουν στο εξωτερικό.
Πηγαίνει στο στρατόπεδο γυναικών στο Ράβενσμπρυκ, στην Ανατολική Γερμανία, για να δει τι είναι ικανοί να κάνουν οι άνθρωποι, όπως την παροτρύνει ένας φίλος της. Κάνει σκέψεις για το κακό και πώς δημιουργείται. Τα συναισθήματα την πλημμυρίζουν και είναι αντιφατικά: οργή για τους Γερμανούς που υποτίθεται ότι αισθάνονται ενοχή για την εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων (να γιατί όλα τα μνημεία και οι εκδηλώσεις στη μνήμη τους, στη σύγχρονη, μεταπολεμική Γερμανία, φτάνουν στα όριά της την πολιτική ορθότητα, μοιάζοντας πιο πολύ με υποκρισία). «Και μαζί με την αγάπη και συγχρόνως την οργή που ένιωθα συχνά για τη γερμανική κοινωνία, μεγάλωνε μέσα μου η λύπηση, η συμπόνια για εκείνους τους Γερμανούς που υπέφεραν τότε, όπως υποφέρουν και σήμερα, και μεγάλωνε μέσα μου και η λύπηση για όλους τους Γερμανούς που κουβαλούν αυτό το βάρος, αυτή τη μοίρα και δεν μπορούν να τη δουν, έτσι όπως είναι φορτωμένη στην πλάτη τους, θα έπρεπε να μπορούν να γυρίσουν το κεφάλι τους εκατόν ογδόντα μοίρες για να τη δουν, αλλά ποιος άνθρωπος μπορεί να το κάνει αυτό, είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο να μην μπορείς» (σελ.51-52). Την ίδια στιγμή θυμώνει για τους Εβραίους που ζουν στη Γερμανία και αναρωτιέται: πώς μπορεί μια εβραϊκή οικογένεια, έστω κατά το ήμισυ, όπως η δική της (είναι παντρεμένη με Έλληνα Εβραίο και το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά της πηγαίνει σε εβραϊκό σχολείο), να συμβιώνει με τους απογόνους των θυτών;
Οι μαρτυρίες πολλαπλασιάζονται (είναι και το ίντερνετ που παρέχει τον τρόπο να τις ανακαλύψεις από εκεί όπου είναι κρυμμένες) και ο προβληματισμός εμπλουτίζεται με διακειμενικές αναφορές. Η καταδυόμενη έχει βουτήξει στο παρελθόν και τώρα που πατά κάπως πιο σταθερά είναι έτοιμη να αναδυθεί.
Το «Μπερλίν» τελειώνει με μια επίσκεψη στο ειδυλλιακό νησί των Παγωνιών (όπου όμως πραγματοποιήθηκε και ο επίσημος εορτασμός της λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936).
Η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της Άντζης Σαλταμπάση μπορεί να «βαραίνει» κάποιες φορές από το δημοσιογραφικό υλικό που συγκεντρώνει, όμως μοιάζει να (έχει την ικανότητα να το) ξεκολλάει από τον βυθό της κατάδυσης χάρη στις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί και με τη μάλλον επιτυχημένη παραλληλία με την ψυχοθεραπευτική διαδικασία.