Η «Μπαμπούσκα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη («Το Γάλα», «Καλιφόρνια ντρίμιν», «Εντελώς αναξιοπρεπές», «Το μπουφάν της Χάρλεϊ», «Οι αγνοούμενοι», «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της»).

Λίγες ώρες πριν από τη συντέλεια του κόσμου ένας Αρχάγγελος κατεβαίνει μαζί με έναν νεαρό Άγγελο στη Γη για να σώσουν την ανθρωπότητα, ακολουθώντας τα μηνύματα-χρησμούς που είναι γραμμένα πάνω στα ρώσικα κουκλάκια που είναι χωμένα διαδοχικά το ένα μέσα στο άλλο ‒ στην μπαμπούσκα του τίτλου. Ο κλήρος πέφτει στον Άγγελο, γιατί ο Αρχάγγελος αράζει σε ένα παλιομοδίτικο μπαρ και πίνει παρέα (εξ αποστάσεως) με δύο ηλικιωμένους ΕΑΜίτες και τον δύστροπο ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

Καλά καταλάβατε. Πρόκειται για μια παρωδία όπου κυριαρχούν οι έξυπνες ατάκες σε ένα σκηνικό μελαγχολίας. Η πρώτη αποστολή του Άγγελου είναι να βρει ένα ζευγάρι, το τελευταίο πάνω στη Γη που μπορεί ακόμα ν’ αγαπηθεί, και να σώσει τον κόσμο από την καταστροφή. Αυτή λέγεται Ευρυδίκη κι αυτός Ορφέας. Όμως ο Ορφέας, που είναι ζωγράφος, δεν θέλει να ζωγραφίσει την Ευρυδίκη όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε να είναι, και η Ευρυδίκη, που είναι δακτυλογράφος και πραγματίστρια, δεν το θέλει αυτό. Μετά την αγάπη, η ελπίδα εναποτίθεται στην ποίηση, μετά στο λόγο, τέλος στη μνήμη – μόνο αυτά μπορούν να σώσουν τον κόσμο, αλλά όλα πάνε κατά διαβόλου. O Άγγελος χάνει τα φτερά του, η καταστροφή έχει αρχίσει και μοιάζει να μην απομένει ελπίδα καμιά.

Ο Κατσικονούρης αναπτύσσει την ιστορία του σε κεφάλαια που παρατίθενται ανά ζεύγη: το πρώτο από τα δύο αναφέρεται στο όλο και περισσότερο εφιαλτικό παρόν (διαποτισμένο με καυστικό χιούμορ) και το δεύτερο σε μια συγκεκριμένη εποχή: «1994 – η αγάπη», «1995 – η ποίηση», «1996 – η γλώσσα», «2014 – ο χρόνος». Στην πραγματικότητα τα κεφάλαια είναι μόνο τέσσερα και τα υπόλοιπα είτε προηγούνται είτε παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτά. Άλλη μια επινόηση του συγγραφέα για να αναπτύξει το θέμα του, εκτείνοντάς το από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν μέχρι το (κοντινό) μέλλον, «χρησιμοποιώντας» τα δύο (τέσσερα) βασικά πρόσωπα και εμπλουτίζοντάς το και με άλλα – όπως ένα Κεφάλι χωρίς σώμα. Έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσει την προϊούσα αποξένωση των ανθρώπων και την υποκατάσταση αυτού που θα χαρακτηρίζαμε ουσιώδες (συναισθήματα, σκέψεις κ. ά) από διάφορους κωδικούς.

Το κείμενο, στακάτο, θυμίζει έντονα θεατρική γραφή. Ως αναγνώστες μας ξενίζει κάπως για μυθιστόρημα, αν και έχει όλα τα συστατικά ενός «κανονικού» μυθιστορήματος. Μάλλον θα περιμένουμε και τα επόμενα βήματα του συγγραφέα σε αυτό το είδος προτού καταθέσουμε την οριστική κρίση μας.