Σφυγμός
Μέσα στο σπίτι,
κι όμως τελάλης στους δρόμους.
Χαρτιά το στόμα μου φιλοξενεί.
Τα περιμαζεύω με μια απόχη,
μη χαθούν στο βούρκο της σιωπής.
Βρήκα έτσι πώς να στεγνώνω το χαρτί σωστά,
και πως η επικοινωνία της ασφάλτου
με τον άνθρωπο δεν διαφέρει,
πλην της ανάγνωσης ή ακόμα της αφής, παραπέτασμα.
Κοινωνική απομόνωση στο κέντρο της πόλης.
Το κέντρο της πόλης με απομονώνει κοινωνικά.
Το κέντρο της σελίδας τσακίζει.
Κρυψώνα χρόνια,
μόνο που στο φύσημα του αέρα –
Γι’ αυτό και εγώ στον άνεμο θα ρίξω τις ευθύνες,
Στη φύση θα διαλέξω ένα δέντρο.
Να θυσιαστώ.
Ο Θάνατος έχει την τιμητική του, όχι ως προτροπή, αλλά ως δίδυμος αδελφός του Ύπνου, καταφύγιο του άγουρου μετ-έφηβου από την τύρβη του βίου και το άχθος μιας ζωής με θολή προοπτική κι ασαφές μέλλον.
Ο Νίκος Σκούφος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1993, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Έχει εκδώσει επίσης την ποιητική συλλογή «Αντίστροφη Ενηλικίωση» το 2015.
Τεχνικά ανώριμος αλλά ποιητικώς ετοιμοπόλεμος πασχίζει να αρθρώσει τη δική του φωνή, εκπρόσωπος ίσως μιας γενιάς αστών που αναζητούν την επανένωσή τους με τη φύση προκειμένου να ξαναβρούν τις χαμένες πανανθρώπινες αξίες και το μέτρο των πραγμάτων μακριά από τον καταναλωτισμό και τις ψευδαισθητικές αφθονίες, που (για την ώρα τουλάχιστον) έχουν παρέλθει.
Ιδού κι ένα αριστοτεχνικό πόνημά του χαρακτηριστικό της θεματικής αλλά και της ποιητικής του:
Άσκηση
Εγώ πεθαίνω, εσύ πεθαίνω.
Κλίνοντας τα άδεια συρτάρια του ρήματος «ζω»,
αντιμετώπισα την καμπύλη των προεκτάσεών μου.
Σε κάθε εγώ και μια κοίλη αιματηρή,
ένας λοφίσκος εσωτερικά στραμμένος,
να απορροφά την οξύτητα των περασμένων χρόνων –
μόνο κενό.
Μα όπως περνάνε οι αντωνυμίες,
καμία προσωπική παρεξήγηση,
ακούγονται ήχοι ακονίσματος
και μυρωδιές νεανικών σωθικών
που χλιμιντρίζουν με οργή.
Με την τυφλή μου όραση, στου μέλλοντος το φάσμα,
προαναγγέλλω το τέλμα των φυσικών συνθηκών
κι αμέσως ένα ακόμη ρήμα παίρνει σειρά για να κλιθεί.
Ανοίγοντας τα φύλλα του τετραδίου μου,
στον έλεγχο του δασκάλου κύλησε κρύος ιδρώτας,
έτσι το μάθημα αναβλήθηκε.
Μάλλον του θανάτου καμία μορφή δεν είναι οικεία
ούτε μετά θάνατον.
Και ήταν το ρήμα που έμεινε το ίδιο στην αλλαγή αντωνυμίας
όπως εγώ.
Παρά τη δημιουργική ασάφεια του νεόκοπου ναρκισσισμού και την εγωπαθή αυτοαναφορικότητα, τα γραπτά αυτά αναδίδουν μια γνήσια ποιητική ευωδία άνθους τροπικού, μεγαλωμένου σε τσιμεντένιο κλουβί νεοελληνικού άστεως, που έψαξε προ πολλού να είναι αυτόνομη πόλη-κράτος κι αναζητεί την ταυτότητά της στον πανευρωπαϊκό ορίζοντα.