Ο Αλέξης Σταμάτης γράφοντας ωρίμασε με έναν απροσδόκητα μαθηματικό τρόπο. Η συγγραφή είναι και συνταγή. Η πεζογραφία όμως όταν ερωτοτροπεί με το επίθετο «υψηλός» είναι κυρίως παραδοξολογία, ειρωνεία, σαρκασμός της ανθρώπινης κατάστασης, υποδόρια τοξικότητα, σχολιασμός της φαινομενικής πραγματικότητας με βιτριολικό τρόπο, ανατομία του πασιφανούς, εντελώς αναίτια και περιττή.

Αυτό ακριβώς κάνει ο έμπειρος πεζογράφος και ποιητής Αλέξης Σταμάτης σε αυτό του το πρόσφατο πόνημα, όπου καταρρίπτει αλλά και δικαιώνει τα παλιά κλισέ του ψυχαναλυτικώς προοικονομημένου αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου όλα εν τέλει υπακούουν στον αδήριτο νόμο αιτίας-αποτελέσματος (κοινώς κάρμα) και πως οι κατά συρροήν εγκληματίες-δολοφόνοι είναι κακοποιημένα, παραπεταμένα, αγνοημένα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει ή στερούνται εκ γενετής του δώρου της ενσυναισθήσεως, απαραίτητης προϋπόθεσης για κάθε «υγιή» κοινωνική συναλλαγή. Οι πλέον ευφυείς, για να μην πούμε μεγαλοφυείς και παρεξηγηθούμε, έχουν επίγνωση αυτής της έλλειψης που από «αναπηρία» τη μετατρέπουν σε «ειδική ικανότητα», σε δεξιότητα κι εν τέλει σε Τέχνη, αν δυνηθούν να φτάσουν την ιδιαιτερότητά τους σε τέτοια κβαντική πολυπλοκότητα, όπου όλα είναι πιθανά και τίποτα πραγματικό, παραπάνω από τον στιγμιαίο χρόνο της διαχειρίσιμης αφήγησης.

Κι αν σας φαίνεται ότι ομιλώ και γράφω κρυπτικά, είναι γιατί συντονίστηκα –εδώ και μια εβδομάδα τώρα που μελετώ προσεκτικά αυτό το τεχνούργημα– με την άκρα περιέργεια του ειδικού και την αδημονία του μέσου αναγνώστη. Η ομιλούσα αφηγηματική φωνή, πρωτοπρόσωπη, αλλά όχι «παντογνώστρια», κινείται στο θολό τοπίο ενός σχιζοειδούς, όπου δεν καταφέρνει –παρά την ευφυΐα του– να διαπεράσει τη διαμερισματοποίηση που επέβαλε το μυαλό του στις ψυχικές πληγές που τις μετέτρεψε σε εκδορές για να μπορέσει να συνυπάρξει με τις ενοχές του, για να μπορέσει να αντέξει τη ναυτία που του προκαλεί το ανθρώπινο είδος, για να μπορέσει να αντέξει την αηδία που νιώθει για τον ίδιο τον εαυτό του. «Η Κόλαση δεν είναι οι άλλοι, είμαι εγώ», αναφωνεί σε μια στιγμή έκλαμψης, παραφράζοντας τη θρυλική διατύπωση του Σαρτρ από τη «Ναυτία» του.

Βαθύς υπαρξιακός λόγος, δαιδαλώδης κάποιες φορές, απωθεί τον αμύητο αναγνώστη στα μακροσκελή αυτοαναφορικά κομμάτια, ενθουσιάζει όμως τον επαρκή αναγνώστη που διαγιγνώσκει τις «ραφές», τα σημεία τομής ανάμεσα στις «προσλαμβάνουσες» του συγγραφέα και στις πλασματικές-έντεχνες υποτιθέμενες εμπειρίες του ήρωά του. Φυσικά και δεν ταυτίζονται, και βιογραφικά αν το δεις. Ο Αλέξης Σταμάτης έχει ήδη ένα παιδάκι δύο ετών ενώ ο ήρωάς του είναι ανίκανος να διαχειριστεί το θέμα της πατρότητας λόγω «φροϋδικού» τύπου τραυμάτων.

Είναι εκπληκτικό πώς ο καλός συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μέχρι την ανατροπή του τέλους παρωδεί το αστυνομικό μυθιστόρημα ενόσω επαναλαμβάνει όλα μα όλα τα κλισέ του με ιδιοφυή τρόπο.

Γράφοντας έρχεται η όρεξη. Μέσα από την πολύχρονη, καθημερινή, ασκητική τριβή με τη γραφή, κάποια στιγμή βαθαίνουν τα νοήματα, μακραίνει ο ορίζοντας, κερδίζει η προοπτική και τότε όλα φαίνονται αλλιώς, υπερβαίνουν την προσωπική μας μαρτυρία/εμπειρία και παίρνουν τις διαστάσεις μίας φρικτής, αποτρόπαιης αντικειμενικότητας, που προκαλεί ωστόσο αισθητική ηδονή, πέρα από κάθε λογική πρόβλεψη.

Όμως φαίνεται πως η Λογοτεχνία, η καλή Λογοτεχνία τουλάχιστον, δεν είναι δουλειά του αριστερού ημισφαιρίου (για τους αμιγώς δεξιόχειρες), δεν έχει και πολύ στενή σχέση με τη Λογική, αλλά διαχειρίζεται με εξευγενισμένη πρόθεση τα ένστικτα, τα ορμέφυτα και τις άδηλες ενεργειακές αναταράξεις, τις σεισμικές δονήσεις του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Από αυτή την άποψη, ο Αλέξης Σταμάτης είναι δεξιοτέχνης για πρώτη φορά σχεδόν, αφού καταφέρνει να ισορροπήσει την αφήγησή του στο απειροελάχιστο εκείνο κενό ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του ανθρώπινου εγκεφάλου, εκεί όπου παράγεται το «φωτοβολταϊκό τόξο» της υπέρβασης κάθε σχηματικής απλοποίησης και της αποδοχής κάθε βαθμού τυχαιότητας που ενυπάρχει στην πραγματικότητά μας ούτως ή άλλως. Αν καταφέρεις να δεις πέρα από την Τύχη και την Αναγκαιότητα, τον συγκεκαλυμμένο ντετερμινισμό της ύπαρξης και να τα συνδυάσεις λογοτεχνικώς και φιλοσοφικώς, υπερβαίνεις τον όποιο υπαρξισμό, ακόμα και την ανάγκη του διαχωρισμού του Άγνωστου, του Άρρητου, του Άφατου, του Απροσπέλαστου από το ανθρώπινο μυαλό. Τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, αρσενικό-θηλυκό, θετικό-αρσενικό. Μόνον οι υψηλές νοήσεις μπορούν να το αντέξουν αυτό για πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πόνημα αυτό του Αλέξη Σταμάτη είναι προορισμένο να κατανοηθεί πλήρως από τις επερχόμενες γενεές και μόνον κάποια βράβευση θα μπορούσε να στρέψει τον προβολέα του μεγάλου κοινού πάνω του. Ίδωμεν…