Όχι τυχαία, η κριτική ξεχώρισε από την πρώτη έκδοσή της (Απρίλιος 2012) τη συλλογή διηγημάτων «Αστείο» του Γιάννη Παλαβού. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1980 στο Βελβεντό Κοζάνης και σπούδασε δημοσιογραφία στο ΑΠΘ και πολιτιστική διαχείριση στο Πάντειο. Έγραψε τις συλλογές διηγημάτων «Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες» (Intro Books 2007) και «Σαν Άγκρε / Τα δάκρυα της φον Μπράουν» (μαζί με τον Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο, Τόπος, 2009). Έγραψε επίσης, από κοινού με τον Τάσο Ζαφειριάδη, το σενάριο του  κόμικ «Το πτώμα», το οποίο σχεδίασε ο Θανάσης Πέτρου (Jemma Press, 2011. Το όνομά του συναντάμε στα συλλογικά έργα «15 βγαίνουν με κόκκινο» (Τόπος, 2014)  και στο «Δικό μας Πάσχα» (Νάρκισσος, 2016).

Στην παρούσα συλλογή 17 διηγημάτων, ο Παλαβός αντλεί την έμπνευσή του από την ημιορεινή μακεδονική ενδοχώρα, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, αλλά και από την πόλη. Μεταφέρει εικόνες της αγροτικής ζωής αλλά και της δουλειάς σε συνεταιρισμό ή σε σφαγείο. Πραγματεύεται τις σχέσεις πατέρα-γιου, του γιου με την πατρική οικογένειά του, του γιου με το δικό του παιδί. Κάποιες φορές περιγράφει ανθρώπινους τύπους, μ΄έναν τρόπο λιτό και απέριττο όπου εμφιλοχωρεί μια διάθεση πικρή, όχι κατ΄ανάγκην απαισιόδοξη και αδιέξοδη, όμως. Σε μερικά διηγήματα το τέλος μοιάζει να έρχεται κάπως απότομα, υποδηλώνοντας μια άλλη διαδρομή σκέψης από τη γραμμικότητα της αφήγησης. Σε άλλα εμφιλοχωρεί το μαγικό στοιχείο, η μεταμόρφωση, η απόδραση σε έναν άλλο κόσμο. Όλα τα διηγήματα ρίχνουν μια φρέσκια ματιά στην καθημερινότητα ή στην προσωπική ιστορία των  ηρώων και των ηρωίδων τους. Σταχυολογούμε τους τίτλους κάποιων διηγημάτων που ανταποκρίνονται στις πιο πάνω περιγραφές, όπως τις επιχειρήσαμε: «Για αλλαγή», «Αστείο», «Από την αρχή», «Νίκος Τσούμπος», «Αυτοκόλλητο», «Όπισθεν», «Λένα», «Ο Σαράντος Ζουργός δεν μπορεί να το εξηγήσει», «Μαρία», και παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη», ένα από τα ωραιότερα, κατά την κρίση μας, της συλλογής:

«Σήμερα ο πατέρας μου κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κερνάει ρετσίνα, καμιά δεκαριά άτομα είναι δω, φίλοι του∙ οι ίδιοι που τον γύρευαν τότε στα βουνά και τη λίμνη, όσοι τουλάχιστον ζουν, όσοι δεν είναι τάβλα από αρθριτικά, από τσακισμένες μέσες και πλάτες, έπειτ΄ από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία. Χτες ήταν η τελευταία μέρα στη δουλειά κι ο πατέρας μου το γιορτάζει. Σηκώνω το ποτήρι μου, τον κοιτάζω, είμαι ο γιος του κι είμαι το ίδιο μπερδεμένο κουβάρι, μου χαμογελάει και ξέρει ότι θέλω να χαθώ για ένα μήνα στο βουνό, στην τεχνητή λίμνη κι όταν γυρίσω θα μου πει “παιδί μου, έχει φαΐ”, κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος, αυτό είναι το κέρδος. Του λέω μπροστά σ΄ όλο τον κόσμο ότι τον αγαπάω και βουρκώνει» (σελ.83-84).