Παραδοχή του αναπόδραστου τέλους, αποδοχή των συνθηκών αυτού που λέμε ζωή, ωριμότητα εντέλει ίσως σημαίνει πώς ακροβατείς πάνω από το υπαρξιακό χάος, κρύβοντας επιδέξια τη ναυτία, μετατρέποντάς την εις ευωχίαν, χαρά ζωής ατελεύτητος. Ο Μάνος Αγγελάκης ξεκίνησε να υπηρετεί την Ποίηση το 1971, με τα «Ποιήματα». Ακολούθησαν το «Εντός των τειχών» (Αθήνα, 1974), οι εκπληκτικές τρίπτυχες «Αναδρομές» του το 2007 και τώρα οι «Ασπρόμαυρες φωτογραφίες» (τα δύο τελευταία από τις δικές του εκδόσεις).

Πορεία ζωής, πνευματικός απολογισμός, κατάθεσις επειγούσης εμπειρίας, ικανής να αποθησαυριστεί στα σεντούκια του Χρόνου, εκεί που καταθέτουμε όλοι τον αιθέρα που πέρασε από τα πνευμόνια και οξυγόνωσε το μυαλό μας μία πάμφωτη νύχτα ευτυχίας εκεί που βλέπεις το Άλλο, το Άγνωστο, το Άρρητο Φως, το Ανέσπερο και γνωρίζεις τον εαυτό σου, όχι ως ξεχωριστή ατομικότητα, αλλά ως μέρος του Όλου, του Άπαντος, σε μια συνεχή ροή μεταβολισμού ενεργειών και μετασχηματισμού μορφών.

Αυτή η φιλοσοφική πεποίθηση διαπνέει όλο το ποιητικό έργο του Μάνου Αγγελάκη. Η γραφή του μοιάζει νοσταλγική, μα δεν είναι. Τα πνεύματα εκείνων που έχουν φύγει είναι εσαεί παρόντα, πιο ανάλαφρα τώρα, με τον ήλιο στην πλάτη χωρίς να τους βαραίνει…

Η ανάγκη για φώτιση οδηγεί αναπότρεπτα στην αναδίφηση της εμπειρίας, στην αναζήτηση της Φύσης, στην αμφισβήτηση του «φυσικού» προς όφελος του νοητικού… Διαρκής εξέλιξη προς τα άνω με βουτιά προς τα μέσα. Αυτή η φαινομενική αντίθεση, το σχήμα το οξύμωρο προσιδιάζει καλύτερα στο βάθος της ποιητικής τέχνης και θεματολογίας του Μάνου Αγγελάκη. Δύσκολος συμφυρμός πίκρας και γενναιότητας, απογοήτευσης και μαχητικότητας, εύτοκος πορεία προς το τώρα με το μέλλον να πυρπολεί τον ορίζοντα σε μιαν αιώνια ανατολή κάποιου ήλιου νοητού που διδάσκει Δικαιοσύνη, Ισότητα, Αδελφοσύνη και Ισονομία…

Τα ανθρωπιστικά ιδανικά, της Γαλλικής Επανάστασης τα ιδεώδη υποφώσκουν σε αυτή τη μελαγχολική ποίηση. Όμως πρόκειται απλώς και μόνον για την επιφάνεια. Στο «υπο-κείμενο» εδράζεται μια γενναία, πολεμική θα έλεγα εξέλιξη προς το «Μηδέν άγαν» και «Γνώθι σαυτόν».

Δομημένα τα γραπτά του, θυμίζουν τη γεωμετρική γνώση λιθοξόων αρχαίων, που έμαθαν μέσα στα χρόνια να σμιλεύουν τα στοιχεία της Φύσης δίνοντάς τους μορφές αιώνιες, ακαταμάχητες… «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» στο σύμπαν το λογοτεχνικό κι ο ναός της ψυχής μας χωράει μόνον ορθογωνισμένους λίθους. Αυτό είναι και το μυστικό της έγερσης και της στατικής επάρκειας των πυραμίδων, που δεν φοβούνται πλημμύρα και σεισμού έξαψη…

Ο λόγος του απλός, πεποικιλμένη η διάθεση να αφηγηθούμε τα καθημερινά ως ενέχοντα την υποθήκη της αθανασίας. Ιδιόλεκτος επεξεργασμένη με προσοχή, μόχθος και κόπος ανείπωτος, εξ ου και η σχετική ολιγογραφία και η σεμνή εκδοτική του εκδήλωση προς τα έξω ως ποιητής αξιόμαχος και αξιόλογος, που δεν ανήκει σε «γενιές» και «ρεύματα», σκυταλοδρόμος μιας αέναης αλυσίδας πυρφόρων προμηθεϊκών υπάρξεων προς τα εμπρός και προς τα πάνω, ματώνοντας σε κάθε βήμα πάνω στα αγκάθια της γλώσσας, στη φθορά και στο μεγαλείο ενός κώδικα που αντέχει χιλιάδες χρόνια και δεν σωριάζεται ποτέ σε χαλάσματα ενώ σπίτια, κατοικίες, καστροπολιτείες και ναοί γίνονται ερείπια στο χωνευτήρι του Χρόνου.

Ο θάνατος δεν είναι το θέμα στις «Αναδρομές». Κι όσο κι αν δεν γίνεται καμία μνεία σε προηγούμενες ζωές κρύβεται καλά κάτω από τις πασιφανείς αφηγηματικές προθέσεις η αέναη επανάληψη, ο άρρηκτος κύκλος της ζωής που εμπεριέχει το τέλος ως σημάδι μάλλον παρά ως καταφυγή ή λύτρωση. Το φεγγάρι μάρτυρας στον πόνο και στον σπαραγμό των ανθρώπων, παραμένει αμέτοχο γιατί καλώς γνωρίζει, από τα ύψη της θηλυκής ανεκτικότητας που το διακρίνει, ότι όλα έρχονται και ξανάρχονται σε διαδοχή πέραν της κοινής μέτρησης του χρόνου. Οι «Αναδρομές» αφορούν το τώρα των αναμνήσεων, ενώ οι «Ασπρόμαυρες φωτογραφίες…» αναζητούν τη γυμνότητα των αισθημάτων για να τα ντύσουν με το χαμόγελο της ευφρόσυνης αποδοχής του «τίποτε», του μηδενός που είμαστε και που αποτελεί την αναγκαία βάση για να εξελιχθούμε και να γίνουμε, να είμαστε, χωρίς έγνοια πια και φροντίδα για το φαίνεσθαι, περίλαμπρα και φωτεινά πνεύματα, Κύκλωπες κι Οδυσσείς που ποδηγετούν τυφλούς έξω από το πλατωνικό «σπήλαιο των Ιδεών».

Μεταφυσική δεν ανευρίσκεται στην προσεκτική ανατομία του κατά Μάνον Αγγελάκη αιωνίως αναδιατυπωνόμενου ποιήματος. Διότι περί αυτού πρόκειται. ΕΝΑ ποίημα νοσταλγεί να θυμηθεί κι αυτό αναζητεί γράφοντας προσεκτικά και ταπεινά, ο σεμνότερος όλων Μάνος Αγγελάκης. Και μόνον αυτή η εκπεφρασμένη πρόθεση αρκεί για να τον εντάξει στη χορεία των πνευματικών ανθρώπων που αναζητούν το Έτερον μέσα στον σκοτεινό τεχνολογικό μεσαίωνα όπου λυσσομανά κι αφρίζει το ανθρώπινο θηρίο, χαμένο κι αφηνιασμένο αφού έχασε την επαφή του με το Θείον, με τον σπινθήρα που κουβαλούμε εντός μας, συνειδητά οι νουνεχείς, ανερμήνευτοι κι «ανορμήνευτοι» (ανεπίδεκτοι) οι λοιποί…

Φιλοσοφική ποίηση με πεζογραφικές προεκτάσεις, φωτογραφική αφηγηματικότητα, κινηματογραφική λιτότητα, θεατρική δραματικότητα, πυθαγόρεια ρυθμολογία, σπουδή στις αρμονικές του σύμπαντος που διαπερνούν τα ενεργειακά κέντρα της γης και των σωμάτων μας, όχι μόνο των φθαρτών, αλλά και των «αιθερικών» εκείνων, που αντιστέκονται στη σήψη και στη φθορά και δεν αποδέχονται την ήττα. Νικηφόρος ο Ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό για τους φωτισμένους, εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για κάθε αστοχία του ανθρώπινου είδους, όπως λέει ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική».

Ευπροσήγορη σαφήνεια χαρίζει στην ανάγνωση τον συνθετικό ρυθμό που συμβαδίζει με κάθε έναν από εμάς…