Η χρονιά που φεύγει μας χάρισε μια συλλογή διηγημάτων από έναν νέο Αμερικανό συγγραφέα, ο οποίος αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στον αναγνώστη. Ο Γκρεγκ Τζάκσον γεννήθηκε το 1983 και θεωρείται μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της αμερικανικής πεζογραφίας, διαβάζουμε στο «αυτί» του βιβλίου. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά New Yorker, Granta και Virginia Quarterly Review. Το 2016 επιλέχθηκε για το αμερικανικό βραβείο νέων συγγραφέων “5 under 35”. Οι «Άσωτοι» είναι το πρώτο του βιβλίο.
Το πρώτο διήγημα της συλλογής, «Ο Βάγκνερ στην έρημο», μας λέει ποιοι ήταν αυτοί οι «Άσωτοι» (“Prodigals”): νέοι, που, πριν κάνουν το πρώτο τους παιδί, «είχαν αποφασίσει να κάνουν όλα εκείνα τα πράγματα που ένα μωρό καθιστά αδύνατα, όλα εκείνα τα ανεύθυνα πράγματα, έτσι ώστε, νομίζω, να μπορούν να πουν, Ορίστε, εγώ την έζησα τη ζωή μου, έχω κάνει τα πράγματα που δείχνουν ότι την έζησα τη ζωή μου, έχω κάνει κολλητή παρέα με τον Διόνυσο, αυτό το αχαλίνωτο τζίνι που υπαγορεύει την απερισκεψία και την παραίτηση, την παρακμή, την αυτοκαταστροφή και τη φθορά» (σελ. 13). Ήταν σκηνοθέτες και γραφιάδες (σενάρια, ίντερνετ, περιοδικά) που εργάζονταν «σποραδικά ως σύμβουλοι αφήγησης σε διαφημιστικές καμπάνιες, ειδικοί βιωσιμότητας, καριερίστες των δημοσίων σχέσεων, γραφίστες ή σύμβουλοι σχεδιασμού, μοσχεύματα από την Κοινοπολιτεία που ζούσαν στη χωρίς σύνορα μονοκαλλιέργεια του παγκόσμιου κορπορατισμού, κοινωνικοί επιχειρηματίες, καθώς κι εκείνο το παράξενο είδος ανθρώπου που έχει εφεύρει μια εφαρμογή για κινητά» (σελ.14). Στο συγκεκριμένο διήγημα, ο Ίλαϊ και η Μάρτυ, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και η φίλη του Λίλυ, στο Παλμ Σπρινγκς, πριν από κάποια χρόνια, όταν ο Ίλαϊ ήθελε να γυρίσει μια ταινία για τον Γερμανό οικονομολόγο Άλφρεντ Χίρσμαν, και αναζητούσε χρηματοδότη στο πρόσωπο ενός παραγωγού ονόματι Βάγκνερ. Στο «Σερβίς και βολέ, κοντά στο Βισύ», είναι ο Ντάνιελ και η Βίκυ, στα τριάντα τέσσερα, που επισκέπτονται τη Μαριόν και τον διάσημο τενίστα Λεόν Ντεκοτό στην Ωβέρνη∙ στο «Επιθαλάμιον», η σαραντάρα Χάρα, που μόλις έχει χωρίσει, και η νεαρή Λύρικ που έρχεται απρόσκλητη να μείνει για λίγες μέρες στο εξοχικό της: μια ιστορία για τον γάμο, τον χωρισμό, τη μοναξιά, την απόσταση από τις νεότερες γενιές. Στις «Δυναμικές στη θύελλα», είναι ο Μπεν και η πρώην ψυχοθεραπεύτριά του Σούζαν σε ένα ταξίδι με αυτοκίνητο ενώ η θύελλα πλησιάζει στη Νέα Υόρκη∙ στις «Μεταστροφές της Έιμι – ‘Ένα (διστακτικό) μελόδραμα», η Τζέσι και η παιδική της φίλη Έιμι σε μια απρόσμενη συνάντηση σε ένα αεροδρόμιο∙ στις «Αδελφές του Τάννερ», ο επιμελητής Τζόννα, ο συγγραφέας που δεν ήταν, δεν ήταν «εδώ και πολλά χρόνια», «αλλά ο Τάννερ είχε μια χαριτωμένη πίστη» (σελ. 184) ότι ήταν, κι έτσι του αφηγήθηκε τη σχέση του με δύο Δανέζες αδελφές που εγκιβώτισε στη δική του αφήγηση∙ όπως και στο «Καλοκαίρι του 1984», στην ιστορία της Μικαέλας, «όπως τη διηγήθηκε η ίδια», που θέλει να πάει στη Νικαράγουα ή στο Σαλβαδόρ, όπου η Ιστορία «υπήρχε ακόμη, ενώ εδώ είχε στερέψει» (σελ. 217). Και, τέλος, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στην «Κατάρρευση της μετα-αφήγησης», στο εκτενέστερο διήγημα, ένα υπαρξιακό δοκίμιο, ένα ολόκληρο ταξίδι στον εαυτό με τη βοήθεια των παραισθησιογόνων, στον δρόμο προς το σπίτι, με αφορμή έναν παππού που πεθαίνει. «Όταν πήγα πάλι μέσα, έβαλα να παίζει το Köln Concert, πήρα μια αχυρένια σκούπα από την αποθήκη και σκούπισα όλο το σπίτι… Μάζεψα μπουκάλια και κουτάκια μπύρας,…∙έβαλα πλυντήριο…, πότισα τα λουλούδια, έπλυνα τα πιάτα, τίναξα τη σκόνη από χαλιά και χαλάκια πόρτας, έβγαλα τα σκουπίδια. Επειδή είμαι ένας άνθρωπος γι΄αυτό τα έκανα όλα αυτά. Αυτά είναι που κάνει ένας άνθρωπος» (σελ. 275-276): δουλειές του σπιτιού, οικογένεια. Στις όχθες ενός ποταμού, ο νεαρός παππούς και η γιαγιά διαβάζουν ο ένας στον άλλον αποσπάσματα από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις (σελ. 285).
Το εξαιρετικά πυκνό κείμενο μετέφρασε ο Παναγιώτης Κεχαγιάς, όπως και το ποίημα του Γουάλας Στίβενς «Δεκατρείς τρόποι να κοιτάξεις ένα κοτσύφι», που παρατίθεται μετά τις σημειώσεις της μετάφρασης στην ωραία έκδοση των «Αντιπόδων».