Στο τρίτο μυθιστόρημά του, ο δερματολόγος Χρήστος Ναούμ εξελίσσει όχι απλώς την αφηγηματική του τεχνική αλλά και την ψυχογραφική του δεινότητα, αφού καταδύεται χωρίς σκάφανδρο στα βαθιά νερά της συλλογικής νεοελληνικής ψυχής στα χρόνια της κρίσης. Μαύρη κωμωδία, με δόσεις αστυνομικού θρίλερ και παραπέμποντας ευστόχως σε υψηλής ποιότητας σκηνές του φιλμ νουάρ, χωρίς να καταφρονεί και τη σύγχρονη τηλεοπτική μυθοπλαστική πραγματικότητα (που φαίνεται ότι τον έχει επηρεάσει τα μάλα), οι «Άσωτοι έρωτες» (παραπειστικός τίτλος – αφού μόνον ο έρωτας δεν είναι το κυρίως θέμα αυτού του βιβλίου) καταδεικνύουν έναν ώριμο πλέον πεζογράφο με διακριτό προσωπικό ύφος κι αιχμηρή πένα. Το στοιχείο της ειρωνείας είναι τόσο σκληρό και σαφές που κυριαρχεί και υπονομεύει τη δραματικότητα των σκηνών και τη μελοδραματικότητα ορισμένων προσώπων. Ο αυτοσαρκασμός των ομιλούντων ηρώων ή αντιηρώων τείνει στο ελάχιστο ή εκλείπει παντελώς (σε σχέση με το απολαυστικό πρώτο του ευθυμογράφημα με τίτλο «Αχ, αυτές οι βασίλισσες!»). Εδώ, ο τριτοπρόσωπος πανεπόπτης αφηγητής συμπάσχει, σαρκάζει, συμπαθεί, καυτηριάζει, καταδικάζει, ειρωνεύεται, ταυτίζεται, αποστασιοποιείται, βγάζει κοινωνιολογικά κι εθνολογικά συμπεράσματα, στηλιτεύει, διηγείται, συμπεραίνει… κι όλα αυτά με έναν συναρπαστικό τρόπο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κι ο ίδιος έζησε ως μάρτυρας του καιρού τα δύσκολα χρόνια της Κρίσης που βιώνει η πολύπαθη χώρα μας. «Ουδείς αθώος» μοιάζει να είναι το πόρισμά του. Όλοι κουβαλάνε το τραύμα μιας προπατορικής, πατρικής, μητρικής ή άλλης ενοχής. Οι πιο δυνατοί ανακαλύπτουν τον μύχιο εαυτό τους, συμφιλιώνονται μαζί του, προσαρμόζονται κι αναπροσαρμόζουν τις αξίες, διαφοροποιούν τις επιλογές τους, απαιτούν το δικαίωμά τους στην ευτυχία, εξελίσσονται κι αίρονται πάνω από τις περιστάσεις. Οι αδύναμοι καταβαραθρώνονται κάτω από το βάρος των ανομημάτων, των αστοχιών και των αμαρτιών τους. Αυτή η Βιβλική σχεδόν Δικαιοσύνη, που δεν αντιστοιχεί αναλόγως στη Νέμεση ή τη Δίκη των αρχαίων Ελλήνων, προσδίδει στο πόνημα μια ντοστογιεφσκική χροιά. Το έρεβος της συλλογικής ανθρώπινης ψυχής είναι τόσο βαθύ για τον συγγραφέα Χρήστο Ναούμ, όπου ακόμα κι οι καλοί χάνονται και βουλιάζουν, όπως σε βάλτο ή σε κινούμενη άμμο στο μέσον της συναισθηματικής ερήμου. Κι είναι βαθιά η ανομβρία των συναισθηματικώς ανάπηρων προσώπων που συμβιβάζονται, βολεύονται, κάνουν τα στραβά μάτια, εθελοτυφλούν, καθιστώντας τον εαυτό τους συνένοχο στις ανομίες των ομοτράπεζών τους. Διά της σιωπής του μάρτυρος επιτυγχάνονται οι ειδεχθέστεροι φόνοι. Κι όταν έρθει ο καιρός της πληρωμής και της τιμωρίας, όπως καληώρα ήρθε σήμερα –και σε πολλά επίπεδα– τρέχουν όλοι να κρυφτούν κάτω από το «δεν είδα – δεν ήξερα – δεν το είχα καταλάβει – πέφτω από τα σύννεφα – ο όφις με ηπάτησε» κι άλλα τέτοια συναφή κι αηδή. Όχι, φίλοι μου, κανένας δεν ξεφεύγει από τη μέγγενη της συλλογικής ενοχής. Αυτό το «μαζί τα φάγαμε» έχει πολλά επίπεδα κάτω από την οξύμωρη επιφανειακή του ανάγνωση. Όταν σκοτώνουνε τους άλλους δίπλα μας κι εμείς λέμε τι ωραία που μυρίζει η σούπα, πράττουμε όμοια με το ζευγάρι των μικροαστών στην «Πανούκλα» του Καμύ, που αυτοί τρώνε στα καθαρά τραπεζομάντιλα του εστιατορίου και νοιάζονται για το αν κρατάνε τα βλαστάρια τους σωστά τα μαχαιροπήρουνα, ενώ έξω από τη βιτρίνα πεθαίνουν οι άνθρωποι και τα ποντίκια τουμπανιασμένα από την πανούκλα. Η κοντόθωρη κριτική είναι εξ ορισμού στενόμυαλη και μόνον ένας γενναίος νους τολμάει να σπάσει το απόστημα του συλλογικού ατοπήματος για να χυθεί έξω με μπόχα και δυσοσμία το παλιοκαιρισμένο πύον της κακοφορμισμένης πληγής. Όμως αυτή είναι η δουλειά του χειρουργού. Κι ο Χρήστος Ναούμ ξέρει πολύ καλά την τέχνη να σώζει τη Ζωή διά του αναγκαίου πόνου. Με το αιχμηρό εργαλείο της ειρωνείας του κινείται στις παρυφές μεταξύ περιθωρίου και καλής κοινωνίας, μεταξύ αφρόκρεμας, κατακαθιού κι αποβρασμάτων, ανιδιοτελής, αντικειμενικός, ανεπηρέαστος από την τόση βαρβαρότητα μέσα μας κι έξω μας και λέγει τα πράγματα όπως οφείλουμε όλοι: χωρίς φόβο και πάθος, αλλά με συμπάθεια για τους ηττημένους. Όσο για τους νικητές, αυτοί δεν υπάρχουν. Όταν ένας λαός βουλιάζει στη μιζέρια, όταν μια χώρα αφανίζεται παντοιοτρόπως, όταν εκατομμύρια δυστυχούν, κανείς μας δεν μπορεί και δεν είναι ευτυχισμένος. Ως διευθυντής του δερματολογικού τμήματος του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», περνώντας για να πάει στο γραφείο του μπροστά από το ουρολογικό-νεφρολογικό και το τμήμα ειδικών λοιμώξεων όπου νοσηλεύονται οι φορείς και οι πάσχοντες από aids, ο καλός, ευσυνείδητος κι ευγενικός γιατρός αίρεται πάνω από τις περιστάσεις και παρατηρεί ως πανεπόπτης τη μαύρη κωμωδία του κόσμου κι αγωνιά και πονάει κι αναζητεί λύσεις. Ως άμεση θεραπεία αναζητά το επείγον άνοιγμα του αποστήματος. Για να σωθεί ο κοινωνικός ιστός, για να επιβιώσει ο άρρωστος και να αναρρώσει τάχιστα. Όλ’ αυτά όμως όχι κραυγαλέα, όχι με την ευκολία των πολιτικάντηδων που καταγγέλλουν αυτό που βιάζονται οι ίδιοι να διαπράξουν, αλλά με τη βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης που το ιατρικό επάγγελμα και η χρόνια παρατήρηση όξυναν εις το έπακρον.
Η γραφή του Χρήστου Ναούμ γίνεται με τα χρόνια δραματικότερη και αμεσότερη, χωρίς στολίδια, χωρίς κοσμητικά επίπεδα, η ποιητικότητα λανθάνει στις σύντομες περιγραφές της Φύσης, και στις ρομαντικές φυγές ή υπεκφυγές των προσώπων που πλάθει η γόνιμη φαντασία του.
Η αληθοφάνεια των εκτυλισσόμενων σκηνών, η ζωντάνια των διαλόγων, η λαγαρότητα του λόγου, η εύστοχη χρήση ντοπιολαλιών, η ρεαλιστική ιδιόλεκτος, κρύβουν καλά τον υποφώσκοντα σουρεαλισμό και την επαναστατική κατάθλιψη αφηγητή κι αφηγουμένων.
Μόνον για έρωτες δεν μιλάει αυτό το βιβλίο και μόνον κωμωδία δεν είναι. Για το ανικανοποίητο μιλάει και για την έλλειψη αληθούς αγάπης, για την απουσία ειλικρινών αισθημάτων, για τη θυσία των πάντων στον βωμό της ματαιοδοξίας και της μωροφιλοδοξίας, σε ένα κράτος όπου η γάγγραινα της αναξιοκρατίας βαραίνει όλους μας. Όμως η Λερναία Ύδρα της κολακείας, της χαμέρπειας, του υποβιβασμού ανθρώπων κι αξιών, της υποτιμήσεως των πάντων, αντιστέκεται στις προσπάθειες των Ηρακλέων (κι υπάρχουν ευτυχώς ακόμα στην πολιτική μας σκηνή – ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα)…
Το πεζογραφικό εκκρεμές του Χρήστου Ναούμ κινήθηκε από την ανάλαφρη σουρεαλιστική τηλεοπτική ευθυμογραφία («Αχ, αυτές οι βασίλισσες!»), στην ιστορική μελοδραματικότητα («Γιαρντίμ – Οι φλόγες της Ανατολής») για να φτάσει τώρα στη μαύρη κωμωδία («Άσωτοι έρωτες»). Είμαι σίγουρος πως η επόμενη στάση του θα είναι πλέον απογειωτική – φυγή σε άλλα σύμπαντα, σε φωτεινές διαστάσεις, σε παράλληλους κόσμους γαλήνιας ομορφιάς: αυτής που η ψυχή του πεζογράφου ονειρεύεται κι ο ποιητής μέσα του αναζητεί εναγωνίως, ως αντίδοτο στη μιζέρια και στην κατάθλιψη. Αναμένομεν.