Αυτό θα είναι μάλλον το μετά το μεταμοντέρνο της ποιητικής γραφής: ένα αμάλγαμα από μοντερνιστική σκοτεινιά, χωροχρονική θολότητα, ασύντακτη ιδιόλεκτος και νεολογισμοί συγκεκομμένων φωνηέντων.

Ο νεόκοπος ποιητής (γεννηθείς το 1970) με λαμπρές σπουδές Διοίκησης Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και στην Εσπερία, χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα με έναν τελείως ιδιότυπο τρόπο: λέει π.χ. «συνθήματα παλμοδικά» (σελ. 26), «φίλο εμπιστευτικό» και «στον Άδη απέληξε» (σελ. 95), «στη ριζά» (σελ. 104), «Εικοσιδύο ετών εφηβεία συνεπάρει [sic] σε πείθει βύνη αραβοσίτου να ζητάς».

Κατά τα άλλα όμως διαθέτει πλούσια εικονοπλασία κι η ποιητική του τέχνη είναι ενίοτε μουσική, παραπέμποντας φανερά ή κρυφά στον Καρυωτάκη ή στον Σεφέρη [στο ποίημα «Η Γενεά της Πολιτικής (Πολυτεχνείου)»  ο στίχος του Γιάννη Δειλινού (ψευδώνυμο;) «Η ιδιοτέλεια να καρπωθούν των άλλων των ιδρώτα» (σελ. 27) παραπέμπει στο σεφερικό ποίημα «Τελευταίος σταθμός» και στον πασίγνωστο, ευθύβολο στίχο «ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων»].

Ο μηδενιστικός μεταμοντερνισμός του Γιάννη Δειλινού συναντά την αστυφιλία της μνήμης σε μια απέλπιδα προσπάθεια δόμησης καβουκιού γυμνοσάλιαγκα από τις ασβεστολιθικές εκκρίσεις του μυαλού και από τα περιττώματα μιας κουλτούρας που όλοι βάλθηκαν να την αποδομήσουν λες και δεν βρήκαν τίποτα καλύτερο να κάνουν μέσα στον «κόσμο τον πλατύ, τον μέγα» (για να ελυτίσουμε).

Προς τι όλη αυτή η μανία, βρε παιδιά; Υπάρχουν και σεμνότερες εκδηλώσεις, φιλικές προς τον πλανήτη Γαία, όπως το να καλλιεργείς ρόδα, ανεμώνες και κυκλάμινα, να βλέπεις να μεγαλώνουν τα ζαρζαβατικά που θα σε θρέψουν, να αξιοποιείς τις γνώσεις και τα πτυχία σου επ’ αγαθώ κι επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου. Αλήθεια, εκείνο το «επωφελεία» (σελ. 108) από πότε έγινε μία λέξη και μάλιστα ουσιαστικό; Τι να σας πω; Μπερδεύομαι; Νιώθω αγράμματος κι ασύστατος έπειτα από σαράντα χρόνια στην υπηρεσία της ελληνικής γλώσσας και γραφής; Θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε δηλαδή;

Το ασύνδετο σχήμα κι ο ελεύθερος συνειρμός είναι χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της «μετανεωτερικής» ποιητικής επιχειρηματολογίας, που αδυνατεί να πείσει όμως τον αναγνώστη, αφού ούτε καν το επιχειρεί.

Βεβαίως, αυτή η ποιητικότητα προσομοιάζει στη θολότητα του καθρέφτη όταν αντανακλά πολλαπλά είδωλα από παράλληλα σύμπαντα και κβαντικές διαστάσεις ανεκδήλωτες. Μπορεί πάνω σε αυτόν τον παραληρηματικό, εγω-τικό λόγο να ξαναγυρίσουμε κάποτε στο εμείς και να στηθεί εκ νέου το μαυσωλείο των νεκρών μας ερώτων. Για την ώρα όμως, μήδε έρωτας μήδε εργασία επιτελείται/συντελείται. Μηρυκασμός των ίδιων και ίδιων αδιεξόδων, αμφίλυπη κοσμογονία θνησιγενών συμπάντων και ανερμάτιστων κόσμων. Μήτε καν για θλίψη δεν αφήνονται περιθώρια.

Θα ήθελα να ζήσω τρεις τουλάχιστον δεκαετίες ακόμα για να δω πού οδεύει η σύγχρονη ποίηση. Μήπως ο Λόρκα ήταν ο τελευταίος ρομαντικός ερωτικός ποιητής με την έκδηλη σωματικότητα; Πού είναι το σώμα των σύγχρονων ποιητών; Όχι πάντως στο «σώμα» των ποιημάτων τους, όπου εμφιλοχώρησε η ειρωνεία κι ο διανοουμενίστικος αυτοσαρκασμός.

Τουλάχιστον ας επιμείνουν σ’ αυτά τα στοιχεία κι ας τα αναγάγουν εις Τέχνη (υψηλή ή χαμηλή, τι σημασία έχει – φτάνει να μην είναι άτεχνα κι ατάκτως ερριμμένα επί χάρτου τυπωμένα). Τουλάχιστον στην οθόνη τη διαδικτυακή είναι άυλα και δεν κόβονται τα δεντράκια τα καημένα προκειμένου να πολτοποιηθούν.

Ένα βιβλίο-κόλαφος για τη σύγχρονη ποίηση, αντικείμενο όμως σοβαράς ερεύνης για τους μελετητές του μέλλοντος που ελπίζω να έρθει πάνω στα κουφάρια της Λογοτεχνίας και στα ράκη της πάλαι ποτέ ένδοξης και πάντα γόνιμης ελληνικής γλώσσας μας.

Ίσως όλη αυτή η αποδόμηση να μας χαρίσει έναν καινούργιο ολόλαμπρο Παρθενώνα. Ίδωμεν.