«Τι κάνεις αν ένας εφιάλτης σου δεν τελειώσει με την ασφάλεια του ξυπνήματος σε ένα γνώριμο κρεβάτι;
»Πώς μπορείς, για όνομα κάθε θεού, να συνθηκολογήσεις και να συμφιλιωθείς με το θάνατο;
»Ποιες είναι οι επιλογές που κάνουν κάποιον ήρωα;
»Από τι είναι φτιαγμένο το κουράγιο;
»Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι στην πραγματικότητα είμαι ήδη νεκρός και υφίσταμαι την τιμωρία μου. Είναι η τιμωρία της μοναξιάς.
»Όσοι άνθρωποι βρίσκονται κοντά μου χάνονται.
»Αναζητώ έναν άνθρωπο που είναι ο πιο απίθανος να βρεθεί.
»Όλοι οι άλλοι είναι εν δυνάμει εχθροί μου.
»Αυτή είναι η τιμωρία μου. Και είναι τόσο αποτελεσματική που με κάνει να σκέφτομαι ότι μου αξίζει.
»Μου αξίζει, γιατί κάπως έτσι ήταν η ζωή μου και πριν» (σελ. 275)
Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία; Αγώνας ή παραίτηση; Απελπισία ή ελπίδα; Ατομικότητα ή συλλογικότητα; Εξαναγκασμός ή επιλογή; Αυτά τα διλήμματα ανακύπτουν στη σκέψη του αναγνώστη, καθώς περιπλανάται στις σελίδες του μυθιστορήματος «Ασημένια Θάλασσα» μαζί με τον ήρωα ο οποίος κινείται σε ένα τόπο που έχει δεχθεί μια φυσική απροσδιόριστη καταστροφή – σε ένα τοπίο στάχτης, δίχως ήλιο, όπου κάθε στοιχείο ζωής τείνει να εκλείψει. Στόχος του είναι να βρει έναν προορισμό, μια ελπίδα. «Το τοπίο γύρω του ωστόσο, όσο προχωρούσαν, δεν έτρεφε αυτό το κουράγιο. Αντιθέτως, κάθε βήμα, κάθε νέος ορίζοντας αποκάλυπτε αργά και σταθερά το επιβλητικό μεγαλείο της καταστροφής. Πεδιάδες ολόκληρες σαν κομμάτια κάρβουνο, σκούρες βουνοκορφές πίσω από παχιά κινούμενη ομίχλη» (σελ. 128).
Η πορεία που επιλέγει να ακολουθήσει, είναι μακρινή και δύσκολη μέσα στα χαλάσματα και στην απόλυτη καταστροφή, καθώς η εμμονή του σε ένα αγαπημένο πρόσωπο του παρελθόντος –το οποίο επιδιώκει να συναντήσει– τον αναγκάζει να μην πείθεται να σταματήσει την περιπλάνησή του παρά μόνο όταν το εντοπίσει˙ μόνο τότε θα έχει εκπληρώσει το σκοπό του ταξιδιού του. «Είχε προσαρμόσει τη σκέψη του σε μια κενή, μηχανική συγκέντρωση, στο να προχωράει συνεχώς. Προσπαθούσε έτσι να απαλλαγεί από το φόβο, την ενοχή, την αγωνία, τις αμφιβολίες» (σελ. 276). Στο διάβα του συναντά ανθρώπους που τον βοηθούν («Ο Καθηγητής μου είπε ότι το χαμόγελο πρέπει να είναι η χαρά του ταξιδιού. Ο προορισμός είναι πάντα ένα διακύβευμα, το ταξίδι είναι η ουσία», σελ. 121) και άλλους που εξαντλούν τη βία και το μίσος πάνω του. Από τη μια πλευρά το γκρίζο και σκοτεινό τοπίο που υποδηλώνει ένα σκιερό μέλλον και από την άλλη ο αγώνας για την εκπλήρωση του στόχου του, η παρατεταμένη μάχη που δίνει ενάντια στη βία και την απανθρωπιά, αποκαλύπτουν κάποιες χαραμάδες ελπίδας.
Η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα στο τρίτο και στο πρώτο πρόσωπο. Υπάρχει από τη μια ο αντικειμενικός παρατηρητής και από την άλλη ο ίδιος ο ήρωας ως αφηγητής. Κάπου ανάμεσα στις αφηγήσεις και των δυο βρίσκεται η αλήθεια. Ο ίδιος ο ήρωας προσπαθεί να ερμηνεύσει τον εαυτό του και να παρουσιάσει τη δική του οπτική των γεγονότων προβαίνοντας σε αυστηρή κριτική πολλές φορές του εαυτού του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ενδεικτική μιας βαθιάς φιλοσοφικής σκέψης, με ποιητική χροιά, εύληπτης, χωρίς ανώφελες και ασήμαντες περιγραφές. Δίνεται η εντύπωση ότι κάθε λέξη που υπάρχει είναι αναγκαίο και απαραίτητο στοιχείο της αφήγησης, τίποτα δεν είναι περιττό… Η σύνθεση και η πλοκή είναι άρτια δομημένες προσφέροντας στον αναγνώστη ένα ταξίδι ζωής και θανάτου σε ένα υποτιθέμενο τέλος του κόσμου, αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, ατομικότητας και συλλογικότητας.
Ο συγγραφέας, Παναγιώτης Τσερόλας, γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Η καταγωγή του είναι από την Εύβοια. Σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας, έκανε μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη γεωλογία και συνεχίζει το διδακτορικό του στη γεωλογία των πετρελαίων. Έχει εκδοθεί το παιδικό μυθιστόρημα του «Ο προϊστορικός ζωγράφος» και το μυθιστόρημα «Περί έρωτος». Αρθρογραφεί σε πολιτικά και πολιτιστικά έντυπα και site. Είναι μέλος του ΔΣ του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και άλλων πολιτιστικών οργανισμών.