Hell is around the corner

Παράθυρο, σ’ ανοίγω:

να μπει το φως, να βγει η ζωή.

Σαίξπηρ, ”Ρωμαίος και Ιουλιέτα”

Όσα περισσότερα βιβλία διαβάζω, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι το θέμα ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν έχει τελικά καμία σημασία για τη λογοτεχνική του αξία. Αν ξέρεις να γράφεις και αν προτίθεσαι να πεις την αλήθεια (με το δικό σου τρόπο) μέσα από αυτά που γράφεις, τότε μπορείς να δημιουργήσεις καλή λογοτεχνία κυριολεκτικά με οποιοδήποτε θέμα: από τα βαμπίρ και τους εξωγήινους μέχρι και …τις αμοιβάδες – το αποτέλεσμα μπορεί κάλλιστα να είναι αριστουργηματικό. Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως για το ”βαμπιρικό” μυθιστόρημα του Σουηδού John A. Lindqvist, ”Άσε το κακό να μπει”. Μεταφέροντας τον βαμπιρικό μύθο στη Στοκχόλμη της δεκαετίας του ’80, δημιουργεί ένα ανατριχιαστικό θρίλερ και ταυτόχρονα ένα απίστευτα δυνατό ανθρώπινο δράμα – κι αν ακούγεται οξύμωρο, δεν είναι…

Ο Όσκαρ είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι που ζει με τη χωρισμένη μητέρα του σε μια πραγματικότητα γκρίζα και παγωμένη συναισθηματικά, όπως ο σκανδιναβικός χειμώνας: κατοικούν σε ένα απρόσωπο συγκρότημα πολυκατοικιών, ενώ το νεαρό αγόρι όχι μόνο δεν έχει φίλους, αλλά κακοποιείται συστηματικά στο σχολείο από μια ομάδα συμμαθητών του που τον καταδυναστεύουν καθημερινά. Μοναδικό του καταφύγιο ο εσωτερικός του κόσμος, όπου μπορεί να είναι δυνατός και άφοβος και να εκδηλώνει τη συσσωρευμένη οργή του στις φαντασιώσεις του. Όταν θα μετακομίσει στο διπλανό διαμέρισμα η -επιεικώς-, παράξενη Έλι, θα δημιουργηθεί μεταξύ τους μια ιδιότυπη, ”ερωτική” φιλία. Όμως η Έλι δεν είναι ένα ανθρώπινο κορίτσι αλλά ένα βαμπίρ 200 ετών, εγκλωβισμένο στην ανάγκη του να πίνει αίμα για να επιβιώσει. Τα ακραία γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα αλλάξουν για πάντα τον Όσκαρ και τη ζωή του…

Ο Lindqvist χτίζει -με μαεστρία εξαιρετική για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα-, ένα ζοφερό σκηνικό σε ένα κατάλευκο, χιονισμένο τοπίο, όπου το αίμα, από τις ανατριχιαστικές δολοφονίες που συμβαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, απλώνεται συνεχώς σαν μολυσματική ασθένεια και προς το τέλος του δράματος έχει καλύψει τα πάντα. (Και πραγματικά, υπάρχει μια σκηνή τόσο gory, που θα ήθελα να ξεχάσω ότι την διάβασα.) Κι όμως, μέσα σ’ όλο αυτό το αίμα, ο συγγραφέας μιλάει με τρόπο βαθιά συγκινητικό και ειλικρινή για την τρυφερότητα και τη φιλία, τη μοναξιά και την έλλειψη αληθινής ανθρώπινης επαφής, για τις μικρές ζωές μικρών ανθρώπων που τελειώνουν βίαια, χωρίς να βιώσουν την αγάπη. Ακόμα και η οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζει το βαμπίρ, δεν είναι εκείνη του δαιμονικού πλάσματος: πρόκειται για ένα ον δυστυχές και καταδικασμένο σε μία κόλαση επί της γης, από την οποία δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει.

Αν και η ομώνυμη ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο και κυκλοφόρησε το 2008, είναι εξαιρετική, σε καμία περίπτωση δεν φτάνει τη δύναμη, την ωμότητα και τη γοτθική σκοτεινιά του κειμένου. Αν το διαβάσετε, δεν θα το ξεχάσετε ποτέ – κι αυτό δεν είναι προτροπή, είναι προειδοποίηση…