Ασίγαστη θέληση για ζωή

Η Αντωνία Μποτονάκη γεννήθηκε στην Κάντανο Χανίων. Έζησε στην Κάντανο, στα Χανιά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται  σήμερα. Εργάστηκε από έντεκα χρονών ως πωλήτρια, εργάτρια, υπηρέτρια, καθαρίστρια, νοσοκόμα, σερβιτόρα, τραγουδίστρια κ. ά. Σπούδασε οδοντοτεχνίτρια, ηθοποιός και διαιτολόγος. Το μυθιστόρημα αυτό είναι η ιστορία της όπως αναδύθηκε έπειτ΄ από χρόνια ψυχανάλυσης, σύμφωνα με όσα γράφει η ίδια στον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου.

Η ιστορία ξεκινά από τη γιαγιά Αντιγόνη. Πολύ νέα, νιόπαντρη σχεδόν, γεννάει μόνη της με τη βοήθεια της «γρας», της πεθεράς της, σε ένα ορεινό χωριό των Χανίων. Ο άντρας της, ο Αργύρης, έχει πάει φαντάρος στο αλβανικό μέτωπο, όπου πεθαίνει πριν δει το παιδί του. Το νήμα της ζωής της Αντιγόνης κόβεται απότομα μερικά χρόνια μετά, όταν έγκυος (και ατιμασμένη) από το βιαστή της πεθαίνει στη διάρκεια παράνομης έκτρωσης σε μια κλινική στα Χανιά. Ο γιος της, ο Λευτέρης, μεγαλώνει με τη γρα στο χωριό. Παλικαράκι ακόμα, συναντά την Ευτυχία, μητέρα της αφηγήτριας, ερωτεύονται κεραυνοβόλα, παντρεύονται και αποκτούν τη Βασιλική. Η μικρή Αντιγόνη έρχεται στη ζωή κάποιο χειμώνα, κρυφά από τη γειτονιά, κι από τη γρα ακόμα, καθώς οι γονείς της είχαν κρατήσει, άγνωστο γιατί, κρυφή την εγκυμοσύνη της Μα. Η μάνα της στην αρχή κάνει πως δεν τη θέλει – εξ ου και το «Άσ’το κι ας αποθάνει» του τίτλου. Τις επόμενες μέρες όμως λυγίζει στη θέα του όμορφου μωρού κι αρχίζει να την τρέφει με το γάλα της.

Δύσκολη ζωή, ένας πατέρας που δεν στεριώνει σε δουλειά και που του αρέσει όσα κερδίζει να τα σκορπά και να διηγείται ονειροφαντασίες, Στιγματισμένος μέχρι την τελευταία του μέρα από τη μοίρα της μάνας του. Μια μητέρα που αναλαμβάνει όλα τα βάρη του σπιτιού, τις αγροτικές δουλειές που θα φέρουν τον επιούσιο, ιδίως όταν ο πατέρας «Ιούδας» απουσιάζει, τη φροντίδα των δυο παιδιών αλλά και της γρας που ζει μέχρι τα βαθιά γεράματα και με την οποία έχει μια μόνιμη αντιπαλότητα. Και μια μεγαλύτερη αδελφή που ζηλεύει τη μικρή ή αισθάνεται τύψεις γιατί κάποτε έγινε η αιτία να πέσει από τη χωρίς κάγκελα ταράτσα και να χτυπήσει, ενώ υποτίθεται ότι την πρόσεχε. Ένα φονικό αναγκάζει την οικογένεια να μετακομίσει στα Χανιά. Ο πατέρας πεθαίνει, κατηγορούμενος, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Η Αντιγόνη μεγαλώνει υπό τη σκιά της Μα και την αυστηρή επίβλεψη της Βασιλικής. Ανακαλύπτει τη ζωή και τον κόσμο των βιβλίων. Ίσως και τον έρωτα. Και αγωνίζεται σκληρά για να ξεφύγει από τον κλοιό των δυο γυναικών που, από αγάπη και από άγνοια, την καταπιέζουν αφόρητα.

Μια ιστορία ζωής, ένας κύκλος που κλείνει εκεί  απ΄ όπου ξεκίνησε, κάμποσες δεκαετίες νωρίτερα. Η συντηρητική (και κάτι παραπάνω) κοινωνία της ορεινής Κρήτης, μια κοινωνία αντρών, όπου η γυναίκα δεν έχει καμιά αξία από μόνη της και κινδυνεύει σε κάθε βήμα της από το αρσενικό. Όπου οικογένειες και μεμονωμένα πρόσωπα στιγματίζονται για πράξεις και παραλείψεις για τις οποίες δεν  φέρουν την παραμικρή ευθύνη. Σ’ αυτό το άγριο, πρωτόγονο έως και βάναυσο τοπίο, η «νεραγδαλλαγμένη» ηρωίδα, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και ξωτικό, μεγαλώνει δίπλα στη φύση την οποία υπεραγαπά, μαθαίνει τον κόσμο και τον εαυτό της, αρχίζει να χαίρεται τη ζωή. Η αφήγησή της δεν είναι σπαραξικάρδια, όπως ίσως υποδηλώνει η παράθεση της ιστορίας της. Η συγγραφέας καταφέρνει, κατά την άποψή μας, παρά τις κάποιες αδυναμίες στην πλοκή, να μετουσιώσει σε λογοτεχνία το προσωπικό βίωμα, τη δύσκολη ζωή, τα σωματικά και ψυχικά τραύματα. Το κατορθώνει χάρη στη γλώσσα που φαίνεται να χειρίζεται με άνεση και την οποία μπολιάζει με κρητικές λέξεις και εκφράσεις και χάρη στον επιδέξιο χειρισμό του υλικού της: της δικής της ιστορίας και της γιαγιάς της καθώς και άλλων μελών της οικογένειάς της που με το αποτύπωμα της ζωής τους φωτίζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τα χρόνια της ανέχειας. Οι κύριοι χαρακτήρες διαγράφονται αδρά, η αρχετυπική γρα, η σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή μητέρα, η χωρίς πραγματικές προοπτικές και διεξόδους Βασιλική, ο «άχρηστος», φαντασιόπληκτος πατέρας. Και τέλος, η έφηβη Αντιγόνη που, διασχίζοντας την πόλη για να πάει για πρώτη μέρα στο σχολείο, αναφωνεί (σελ.245): «Ω, τι όμορφα που ήταν να μεγαλώνεις! Να περπατάς το δρόμο το δικό σου και κανενός άλλου, όλα καινούρια να απλώνονται μπροστά σου, Για σένα φτιαγμένος ο κόσμος ολάκερος κι εσύ ελεύθερος να διαλέξεις, κι εγώ ελεύθερη επιτέλους, να στέκομαι απ΄έξω και να κοιτώ τον ουρανό τον σκεπασμένο με χαμηλά κατάμαυρα σύννεφα, φουσκωμένα, από την καταιγίδα που μελλόταν.»