«Δεν είναι τυχαίο που ο Σεντάρις είναι ο επιφανέστερος κωμικός συγγραφέας της γενιάς του. Η διστακτική γοητεία του και το ταλέντο του να παρατηρεί κάθε χιλιοστό της ανθρώπινης φύσης παραμένουν άθικτα»

Ο Ντέιβιντ Σεντάρις, Ελληνοαμερικανός κωμικός συγγραφέας που οι αναγνώστες του θαυμάζουν το δηκτικό και κυνικό χιούμορ του, γεννήθηκε το 1957 στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Είναι συγγραφέας των βιβλίων «Σκίουρος ζητεί βερβερίτσα», «Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες», «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» κ.ά., τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από 8 εκατομμύρια αντίτυπα. Είναι τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “The New Yorker” και του BBC Radio. Ζει στην Αγγλία. Με την τελευταία συλλογή διηγημάτων του που φέρει τον τίτλο «Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες», επιστρέφει  για να μας δηλώσει μέσω των ιστοριών του για ακόμη μια φορά την αποστροφή του προς οτιδήποτε ακολουθεί τους συμβατικούς κανόνες και τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις. Μέσω της συγγραφής εκφράζει την περιφρόνησή του για καθετί συνηθισμένο. Αυτό φαίνεται και από τον τίτλο που έχει επιλέξει για τη συλλογή των διηγημάτων του.

Η συνήθειά του, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή του («Ακόμα και αν αυτό που καταγράφω δεν έχει νόημα, πρέπει να το γράψω στο χαρτί»), να κρατά ημερολόγιο από το 1977 για οτιδήποτε σκεφτόταν ή παρατηρούσε –ακόμη και αν ήταν μικρής σημασίας–, τον βοήθησε να συνθέτει με επιτυχία τις ιστορίες του, οι οποίες διακρίνονται από αστείρευτη ειλικρίνεια και αυτοσαρκασμό. Αναφέρεται στη συνήθειά του αυτή στο διήγημα «Μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει» που περιέχεται στη συλλογή. Περιγράφει πώς συγκεντρώνει πληροφορίες, όπως ένα άρθρο βρετανικής εφημερίδας.

Η αίσθηση, που τον διακατείχε από μικρή ηλικία, ότι είναι διαφορετικός από τους άλλους, αρχικά μπορεί να λειτούργησε αρνητικά για τον ίδιο όσον αφορά την ψυχολογία του, έπειτα όμως έγινε ισχυρό όπλο στα χέρια του και εντέλει κατόρθωσε να προβάλει με επιτυχία τη διαφορετικότητά του, χωρίς να φοβάται ακόμη και να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως αδύναμο, και μερικές φορές ως σκληρό και μισητό.

Η συνεχής απόρριψη που βίωνε από τον πατέρα του και οι διαρκείς συγκρούσεις μαζί του τον οδήγησαν στο να θωρακιστεί μέσω του χιούμορ και του κυνισμού, προκειμένου να αμυνθεί και έτσι να γεννηθεί η κωμική του πλευρά με δηκτικό χαρακτήρα.

Στις ιστορίες του συνήθως πρωταγωνιστούν τα μέλη της οικογένειάς του και ιδίως ο πατέρας του, ο οποίος πάντα ήταν επικριτικός και σκληρός μαζί του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο διήγημα «Κύκλοι της μνήμης», η απάντηση του πατέρα του όταν του ανακοίνωσε ότι ένα από τα βιβλία του ήταν πρώτο στη λίστα των ευπώλητων των “Times ήταν: «Δεν είναι όμως πρώτο στη λίστα του “Wall Street Journal» (σελ. 51). Σύμφωνα με όσα δηλώνει ο ίδιος: «Δεν θεωρώ ότι τον ζωγραφίζω με μελανά χρώματα. Πράγματι, όταν ήμουν νέος ήθελα να είχα έναν διαφορετικό πατέρα, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι είχα ακριβώς τον πατέρα που μου χρειαζόταν».

Επίσης, τα διηγήματα της συλλογής αναφέρονται στην υγεία του, την πολιτική, την παιδική του ηλικία, την πατρίδα του και στα ταξίδια. Συμπεριλαμβάνονται ιστορίες που χαρακτηρίζονται από έντονο και σαρκαστικό χιούμορ και έχουν αυτοβιογραφικό υπόβαθρο. Είναι απόρροια πολύχρονης κοινωνικής παρατήρησης χωρίς βέβαια να διαφαίνεται ξεκάθαρα αν είναι πλασματικές ή αληθινές αποδόσεις της πραγματικότητας με σατιρικό ύφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι άμεσος στόχος του είναι να προκαλέσει  το γέλιο στους αναγνώστες του.

Υπάρχουν ιστορίες που ασχολούνται με τον Ομπάμα, με τον πρόεδρο που οι Ευρωπαίοι ήθελαν να εκλέξουν οι Αμερικανοί, όπως λέει. Επίσης, περιέχονται ιστορίες που αφορούν το ρατσισμό απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό –απέναντι στους φτωχούς, στους ομοφυλόφιλους, στους μετανάστες. Άλλες ιστορίες αναφέρονται στη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στους καπιταλιστές Αμερικανούς, αλλά και σε αυτήν των Αμερικανών απέναντι στους σοσιαλιστές Ευρωπαίους.

Ο συγγραφέας με τον απλό λόγο του, τον πηγαίο αυτοσαρκασμό του και το αστείρευτο χιούμορ του χειρίζεται περίτεχνα τις αφηγήσεις των συμβάντων. Χρησιμοποιεί επίσης την ειρωνεία για να στηλιτεύσει και να απομυθοποιήσει γεγονότα και καταστάσεις, στοχεύοντας πάντα στην πρόκληση γέλιου και στην αποκάλυψη της αλήθειας.

Ως επίλογο θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα παρακάτω λόγια του: «Ταξίδεψε πολύ και αυτοσαρκάσου, κάνει καλό».